Ὁσίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Λόγοι Δ΄ - Οἰκογενειακὴ Ζωή, ἔκδοση Ἱερὸν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Βασιλικά Θεσσαλονίκης
– Γέροντα, ἔφερα γλυκὰ νὰ κεράσετε.
– Δὲς πὼς χαίρονται! Στὴν ἄλλη
ζωὴ θὰ λέμε: «Μὲ τί χαζὰ χαιρόμασταν! Τί μᾶς συγκινοῦσαν τότε!». Ἐνῶ
τώρα σκιρτάει ἡ καρδιὰ γι’ αὐτά.
– Γέροντα, πῶς θὰ τὸ καταλάβουμε αὐτὸ ἀπὸ τώρα;
– Ἅμα τὸ καταλάβετε αὐτὸ ἀπὸ
τώρα, δὲν θὰ τὸ πεῖτε μεθαύριο στὴν ἄλλη ζωή. Πάντως, ὅσοι βρίσκονται
ἐκεῖ ἐπάνω, καλὰ περνοῦν. Ξέρεις τί ἐργόχειρο κάνουν ἐκεῖ στὸν Οὐρανό;
Συνέχεια δοξολογοῦν τὸν Θεό...
– Γέροντα, γιατί τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ λέγεται «λείψανο»;
– Γιατί εἶναι ὅ,τι μένει ἐδῶ στὴ γῆ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο μετὰ τὸν θάνατο. Ὁ κυρίως...
ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἡ ψυχή, φεύγει στὸν Οὐρανό.
Στὴν μέλλουσα Κρίση θὰ
ἀναστήσει ὁ Θεὸς καὶ τὸ σῶμα, γιὰ νὰ κριθεῖ μὲ αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος, γιατί μὲ
αὐτὸ ἔζησε καὶ ἁμάρτησε. Στὴν ἄλλη ζωὴ ὅλοι θὰ ἔχουν τὸ ἴδιο σῶμα –
πνευματικὸ σῶμα -, τὸ ἴδιο ἀνάστημα, καὶ οἱ κοντοὶ καὶ οἱ ψηλοί, τὴν
ἴδια ἡλικία, καὶ οἱ νέοι καὶ οἱ γέροι καὶ τὰ μωρά, ἀφοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι
ἴδια. Θὰ ὑπάρχει δηλαδὴ μία ἀγγελικὴ ἡλικία.
– Γέροντα, στὴν ἄλλη ζωὴ ὅσοι θὰ εἶναι στὴν Κόλαση θὰ βλέπουν αὐτοὺς πού θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο;
– Κοίταξε, ὅπως αὐτοὶ ποὺ εἶναι
τὴ νύχτα ἔξω στὸ σκοτάδι βλέπουν ὅσους εἶναι μέσα σὲ ἕνα δωμάτιο
φωτισμένο, ἔτσι καὶ ὅσοι θὰ βρίσκονται στὴν κόλαση θὰ βλέπουν ὅσους θὰ
εἶναι στὸν Παράδεισο. Καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι μεγαλύτερη κόλαση. Ὅπως πάλι
ὅσοι τὴν νύχτα εἶναι στὸ φῶς, δὲν βλέπουν αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἔξω στὸ
σκοτάδι, ἔτσι καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ βρίσκονται στὸν Παράδεισο δὲν θὰ βλέπουν
αὐτοὺς ποὺ θὰ εἶναι στὴν κόλαση. Γιατί, ἂν ἔβλεπαν τοὺς κολασμένους, θὰ
πονοῦσαν, θὰ θλίβονταν γιὰ τὴν ταλαιπωρία τους, καὶ δὲν θὰ ἀπολάμβαναν
τὸν Παράδεισο, ἀλλὰ ἐκεῖ «οὐκ ἐστι πόνος...». Καὶ ὄχι μόνο δὲν θὰ τοὺς
βλέπουν, ἀλλὰ οὔτε θὰ θυμοῦνται ἂν εἶχαν ἀδελφὸ ἢ πατέρα ἢ μητέρα, ἂν
δὲν εἶναι καὶ ἐκεῖνοι στὸν Παράδεισο. «Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρα ἀπολοῦνται
πάντες οἱ διαλογισμοὶ αὐτοῦ» λέει ὁ Ψαλμωδός. Γιατί, ἅμα τοὺς θυμοῦνται,
πῶς θὰ εἶναι Παράδεισος; Αὐτοὶ μάλιστα ποὺ θὰ εἶναι στὸν Παράδεισο, θὰ
νομίζουν ὅτι δὲν θὰ ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι, οὔτε θὰ θυμοῦνται τὶς
ἁμαρτίες ποὺ εἶχαν κάνει. Γιατί, ἂν θυμοῦνται τὶς ἁμαρτίες τους, δὲν θὰ
ἀντέχουν ἀπὸ φιλότιμο στὴ σκέψη ὅτι λύπησαν τὸν Θεό.
Ἡ ποσότητα πάλι τῆς χαρᾶς τοῦ
καθενὸς στὸν Παράδεισο θὰ εἶναι διαφορετική. Ἄλλος θὰ ἔχει μία
δαχτυλήθρα χαρά, ἄλλος ἕνα ποτήρι, ἄλλος μία ὁλόκληρη δεξαμενή. Ὅλοι
ὅμως θὰ αἰσθάνονται πλήρεις καὶ κανένας δὲν θὰ ξέρει τὸ μέγεθος τῆς
χαρᾶς, τῆς ἀγαλλιάσεως, τοῦ ἄλλου. Τὰ κανόνισε ἔτσι ὁ Καλὸς Θεός, γιατί,
ἂν γνώριζε ὁ ἕνας ὅτι ὁ ἄλλος ἔχει περισσότερη χαρά, δὲν θὰ ἦταν τότε
Παράδεισος, ἐπειδὴ θὰ ὑπῆρχε τὸ «γιατί ἐκεῖνος νὰ ἔχει περισσότερη χαρὰ
καὶ ἐγὼ λιγότερη;». Δηλαδὴ καθένας θὰ βλέπει στὸν Παράδεισο τὴ δόξα τοῦ
Θεοῦ ἀνάλογα μὲ τὴν καθαρότητα τῶν ὀφθαλμῶν τῆς ψυχῆς του. Ἡ ὁρατότητα
ὅμως δὲν θὰ καθορισθεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀλλὰ θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴ δική του
καθαρότητα.
– Γέροντα, μερικοὶ δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει κόλαση καὶ Παράδεισος.
– Δὲν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει
κόλαση καὶ Παράδεισος; Πῶς εἶναι δυνατὸν οἱ νεκροὶ νὰ μείνουν στὴν
ἀνυπαρξία, ἀφοῦ εἶναι ψυχές; Ὁ Θεὸς εἶναι ἀθάνατος καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι
κατὰ χάριν ἀθάνατος. Ἑπομένως ἀθάνατος θὰ εἶναι καὶ στὴν κόλαση. Ὕστερα
τὸν Παράδεισο καὶ τὴν κόλαση τὰ ζεῖ ἡ ψυχή μας σὲ ἕναν βαθμὸ καὶ ἀπὸ
αὐτὴν τὴ ζωή, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται. Ὅταν
κάποιος ἔχει τύψεις συνειδήσεως καὶ νιώθει φόβο, ταραχή, ἄγχος,
ἀπελπισία, ἢ εἶναι κυριευμένος ἀπὸ μίσος, ἀπὸ φθόνο κ.λπ., τότε ζεῖ τὴν
κόλαση. Ἐνῶ, ὅταν μέσα του ὑπάρχει ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, πραότητα,
καλοσύνη κ.λπ., τότε ζεῖ τὸν Παράδεισο. Ὅλη ἡ βάση εἶναι ἡ ψυχή, γιατί
αὐτὴ εἶναι ποὺ αἰσθάνεται καὶ τὴ χαρὰ καὶ τὸν πόνο. Νά, πήγαινε σὲ ἕναν
πεθαμένο καὶ πὲς του τὰ πιὸ εὐχάριστα πράγματα, λ.χ. «ἦρθε ὁ ἀδελφός σου
ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ» κ.λπ., δὲν θὰ καταλάβει τίποτε. Ἂν τοῦ σπάσεις τὰ
χέρια, τὰ πόδια, πάλι δὲν θὰ καταλάβει.
Ἑπομένως ἡ ψυχὴ εἶναι ποὺ
αἰσθάνεται. Αὐτὰ ὅλα δὲν τοὺς προβληματίζουν; Ἢ, ἂς ὑποθέσουμε, βλέπεις
ἕνα ὡραῖο, ἕνα εὐχάριστο ὄνειρο, χαίρεσαι, χτυπάει γλυκὰ ἡ καρδιά σου
καὶ δὲν θέλεις νὰ τελειώσει. Ξυπνᾶς καὶ στενοχωριέσαι, γιατί ξύπνησες. Ἢ
βλέπεις ἕνα ἄσχημο ὄνειρο, ὅτι ἔπεσες λ.χ. καὶ ἔσπασες τὰ πόδια σου,
καὶ ὑποφέρεις, κλαῖς. Ἀπὸ τὴν ἀγωνία σου ξυπνᾶς μὲ δάκρυα στὰ μάτια,
βλέπεις ὅτι δὲν ἔπαθες τίποτε, καὶ λές: «Εὐτυχῶς ὄνειρο ἦταν!». Δηλαδὴ
συμμετέχει ἡ ψυχή. Ἀπὸ ἕνα ἄσχημο ὄνειρο ὑποφέρει κανεὶς περισσότερο ἀπὸ
ὅ,τι στὴν πραγματικότητα, ὅπως καὶ ὁ ἄρρωστος ὑποφέρει πιὸ πολὺ τὴ
νύχτα ἀπ’ ὅ,τι τὴν ἡμέρα. Ἔτσι καὶ ὅταν πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, ἂν πάει στὴν
κόλαση, θὰ εἶναι πιὸ ὀδυνηρό. Σκεφθεῖτε νὰ ζεῖ κανεὶς ἕνα αἰώνιο
ἐφιαλτικὸ ὄνειρο καὶ νὰ βασανίζεται αἰώνια! Ἐδῶ δὲν μπορεῖς νὰ ἀντέξεις
γιὰ λίγα λεπτὰ ἕνα ἄσχημο ὄνειρο, ἄντε τώρα αἰώνια – Θεὸς φυλάξει – νὰ
εἶσαι μέσα στὴ θλίψη. Γι’ αὐτὸ καλύτερα νὰ μὴν πᾶμε στὴν κόλαση. Ἐσεῖς
τί λέτε;
– Τόσον καιρό, Γέροντα, κάνουμε ἀγώνα νὰ μὴν πᾶμε στὴν κόλαση· λέτε, ἐκεῖ νὰ καταλήξουμε;
– Ἂν δὲν ἔχουμε μυαλό, ἐκεῖ θὰ
πᾶμε. Ἐγὼ εὔχομαι ἢ ὅλοι στὸν Παράδεισο ἢ κανένας στὴν κόλαση... Καλὰ
δὲν λέω; Εἶναι πολὺ βαρύ, μετὰ ἀπὸ ὅσα ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ μᾶς τοὺς
ἀνθρώπους, νὰ πᾶμε στὴν κόλαση καὶ νὰ Τὸν λυπήσουμε. Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει,
ὄχι μόνον ἄνθρωπος, ἀλλὰ οὔτε πουλὶ νὰ μὴν πάει στὴν κόλαση.
Ὁ Καλὸς Θεὸς ἂς μᾶς δώσει καλὴ
μετάνοια, γιὰ νὰ μᾶς βρεῖ ὁ θάνατος σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση καὶ νὰ
ἀποκατασταθοῦμε στὴν Οὐράνια Βασιλεία Του. Ἀμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου