Ἀλλὰ τίς δύναται νὰ παραστήσῃ καθὼς πρέπει, τὴν πεῖναν καὶ τὴν δίψαν ὁποῦ ὑπέμεινε, τὴν γυμνότητα, τὰ κρύα, τοὺς παγετοὺς τοῦ χειμῶνος καὶ τὰ καύματα τοῦ θέρους, χωρὶς σκέπην σπιτιοῦ, χωρὶς δεύτερον φόρεμα, ἀνυπόδητος, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀπό τινα καμμίαν ὑπόληψιν;
Μόνον ἀνίσως καὶ βιαζόμενος πολὺ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην τῆς φύσεως, ἤθελεν ὑπάγῃ καμμίαν φορὰν εἰς κανέναν ἀδελφόν, διὰ νὰ παρηγορήσῃ ὀλίγον τὸ σῶμά του μὲ ψωμὶ καὶ ἅλας καὶ μὲ ὀλίγον κρασί, ἄν εὕρισκε.Ἤθελεν δὲ εἰπεῖ τινάς, ὅτι δι᾿ αὐτὸν εἶπεν ὁ Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις: ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν, οὐδὲ θερίζουσιν, οὐδὲ συνάγουσιν εἰς τὰς ἀποθήκας, καὶ ὁ Πατὴρ ἡμῶν ὁ Οὐρανιος τρέφει αὐτά.
Διότι οὗτος ὁ Ἅγιος ἦταν ὡς πετεινὸν τοῦ οὐρανοῦ ἤ καλύτερα νὰ ειπῶ, ὡς ἄσαρκος ἐκατοικοῦσε εἰς ἐκείνην τὴν ἔρημον. Καὶ κατὰ ἀλήθειαν, οὗτος ὁ ἀείμνηστος Μάξιμος ἐσταύρωσε, κατὰ τὸν θεῖον Παῦλον: τὴν σάρκαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις.
Τίς νὰ μὴ θαυμάσῃ τὴν τοιαύτην ἀγγελικήν του διαγωγήν; Τίς νὰ μὴ ἐκπλαγῇ ἀκούωντας τὰ ὑπὲρ ἄνθρωπον ὑπερφυσικὰ αὐτοῦ ἀγωνίσματα; Τὴν μεγάλην δηλονότι ὑπομονήν του, τὴν ὁλονύκτιον στάσιν, τὰ ἀένναα δάκρυα, τὴν ἀδιάκοπον προσευχήν, τὴν μετάνοιαν, τὸν κτύπον τῆς κεφαλῆς του εἰς τὸ πετρῶδες ἔδαφος, τὴν ἡσυχίαν, τὴν πραότητα καὶ τὴν ταπείνωσίν του;
Ὅθεν καὶ ἔγινε κατοικητήριον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ἄλλος Πέτρος Ἀθωνίτης καὶ ἄλλος Μέγας Ἀθανάσιος ἐφάνη, τῶν ὁποίων τὰς πολιτείας ἠγωνίζετο, μὲ ὅλας του τὰς δυνάμεις νὰ μιμηθῇ. Καλύτερα δὲ νὰ εἰπῶ, τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν μοναστῶν, Παῦλο λέγω τὸν Θηβαῖον καὶ τὸν Μέγαν Ἀντώνιον ἐζήλωσε, καὶ εἰς τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν ἐκείνων ἔφθασε. Διὰ τοῦτο καὶ ὁ νοῦς του, ὡς καὶ ἐκείνων, ἡρπάζετο εἰς θεωρίας καὶ ἔβλεπεν ἀποκαλύψεις μυστηρίων.
Ταῦτα δὲ πάντα πότε ἐγνωρισθησαν εἰς τοὺς ἄλλους; Ὅταν αὐτὸς ἔγινε γνώριμος καὶ συνανεστράφη μὲ ἄλλους ἁγίους γέροντας καὶ ἀσκητὰς μεγάλους, οἱ ὁποῖοι ἐθαύμαζον μὲν καὶ προτύτερα καὶ εὐλαβοῦντο τὸν θεῖον Μάξιμον διὰ τοὺς μεγάλους του ἀγῶνας, εἶχον ὅμως καὶ τὴν πρόληψιν ὅτι ἦταν πλανεμένος. Ἀλλ᾿ ὁπόταν ἐσυνανεστράφησαν μὲ αὐτόν, καὶ δὲν τὸν ἔλεγαν πλέον πλανεμένον, ἀλλὰ τίμιον Μάξιμον καὶ φωστῆρα ὑπέρλαμπρον.
Η) Συνάντησις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Σιναΐτου μὲ τὸν Ὅσιον
Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιιρὸν ἦλθεν εἰς τὸ Ὄρος καὶ ὁ Ὅσιος Γρηγόριος ὀ Σιναΐτης, καὶ καθήσας εἰς τὴν σκήτιν τοῦ Μαγουλᾶ[9], ἔγινεν εἰς ὅλους τοὺς πατέρας τοῦ ὄρους ποθητός, καὶ μάλιστα εἰς τοὺς ἡσυσχαστάς. Ἦταν δὲ θαυμαστὸς διδάσκαλος τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς νοερᾶς προσευχῆς καὶ ἐγνώριζε πολὺ καλὰ τὰς μηχανὰς καὶ τέχνας τῶν δαιμόνων, κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι σπάνιον καὶ δυσεύρετον. Διὰ τοῦτο, τρέχοντες πρὸ αὐτὸν οἱ ἡσυχασταί, ἐδιδάσκοντο τὰ μυστήρια τῆς νοερᾶς προσευχῆς καθὼς καὶ ποῖα εἶναι τὰ ἀπλανῆ σημεῖα τῆς χάριτος καὶ ποῖα τῆς πλάνης τοῦ ἐχθροῦ.
Μερικοὶ δὲ ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ εἶπον καὶ περὶ τοῦ Ὁσίου Μαξίμου, διηγούμενοι τὴν ὑπὲρ ἄνθρωπον αὐτοῦ διαγωγήν, καὶ τὴν πεπλανημένην του μωρίαν. Ἀκούσας δὲ ταῦτα ὁ Γρηγόριος θαύμαζε καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἰδῇ καὶ νὰ συνομιλήσῃ μὲ αὐτόν. Ὅθεν καὶ ἀπέστειλε τινὰς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ νὰ προσκαλέσουν τὸν Μάξιμον, διὰ νὰ ὑπάγῃ πρὸς αὐτόν
Πηγαίνοντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εἰς τὴν καλύβαν του δὲν τὸν ηὗραν καὶ ἐτριγύριζον δύο ἡμέρας ζητοῦντες αὐτόν. Ὅμως δὲν τὸν εὕρισκαν ἐπειδὴ ἦταν χειμῶνας καιρός, καὶ αὐτὸς διέτριβε μέσα εἰς τὰ σπήλαια καὶ τὰ δάση. Κοπιάσαντες λοιπὸν καὶ ταλαιπωρηθέντες ἀπὸ τὸν χειμῶνα, κατέφυγον εἰς τὸ κελλίον τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, διὰ νὰ λάβουν ὀλίγην ἀναψυχήν. Καὶ ἐκεῖ, νὰ καὶ φθάνει ὁ ζητούμενος θεῖος Μάξιμος καὶ χαιρετᾷ ὅλους τοὺς ἐκεῖ εὑρεθέντας κατ᾿ ὄνομα, προλέγοντας καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Ὁσίου Γρηγοριου, ὅτι δηλαδὴ βούλεται νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τὸ Ἅγιον ὄρος καὶ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὰ Παρόροια[10] καὶ ἄλλα τινά.
Οἱ δὲ ἀπεσταλμένοι ἀδελφοὶ ἐφανέρωσαν εἰς αὐτὸν τὸ μήνυμα τοῦ γέροντός τους. Αὐτὸς δὲ ἐκίνησε παρευθύς, καὶ ἐπήγαινεν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὸν Γρηγόριον, ψάλλων το: ἦρα τοὺς ὀφθαλμούς μου εἰς τὰ ὄρη, ὅθεν ἥξει ἡ βοήθειά μου· κ.τ.λ.
Ὅταν δὲ ἔφθασαν εἰς τὸ κελλίον τοῦ Γρηγορίου, τοὺς λέγει ὁ θεῖος Μάξιμος: Ὁ γέρων ἀναπαύεται τώρα. Ἡσυχάσατε καὶ ἐσεῖς ὀλίγον καθὼς και ἐγὼ ὁμοίως θέλω νὰ ἀναπαυθῶ, ἕως νὰ ἰδῶ τὸν γέροντα. Καὶ οὕτως ἐμβῆκεν εἰς τὸ δάσοςκαὶ ἐπροσηύχετο μετὰ δακρύων ψάλλων τό: Κατευθυνθήτω Κύριε τὰ διαβήματά μου ἐνώπιόν Σου καὶ μὴ κατακυριευσάτω μου πᾶσα ἀνομία.
Τελειώνοντας δὲ τὸν ψαλμόν, ἐπροσκαλέσθη ἀπὸ τὸν θεῖον Γρηγόριον καὶ εὐθὺς ἐπῆγε. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἠσπάθησαν ἀναμεταξύ τους, ἔβγαλεν ἔξω ὁ Ἅγιος Γρηγόριος τοὺς ἄλλους καὶ μόνον τὸν θεοφόρον Μάξιμον ἐκράτησε θέλωντας νὰ μάθῃ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιον, ἐκεῖνα ὁποῦ ἤκουσεν περὶ αὐτοῦ.
__________________________________________________________________________
[9] Αὐτὴ βρισκόταν στὰ ὅρια τῆς Μονῆς Ἰβήρων, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Μονὴ Φιλοθέου, κοντὰ στὸ σωζόμενο κελλὶ τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, τὸ ἐπωνομαζόμενο τοῦ Μαγουλᾶ. Τὸν 14ον αἰ, ἔγινε τὸ κέντρο τῆς λεγόμενης ἡσυχαστικῆς ἔριδος.
[10] Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν ἀναγκάσθηκε νὰ ἀναχωρήσει γιὰ τὰ Παρόρια, κατὰ τὴν πρόῤῥησιν τοῦ Ὁσίου.
nektarios.gr
http://anavaseis.blogspot.gr/2012/11/blog-post_1927.html?utm_source=BP_recent
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου