Αυτό που χρειάζεται ο άνθρωπος, είναι ο καθαρισμός της ανθρώπινης φύσης, ο φωτισμός, και η θέωση, ώστε να αποκατασταθεί στο αρχαίο κάλλος. |
Ο προφήτης Ιερεμίας, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, μιλάει προφητικά για μια νέα Διαθήκη που θα έκανε ο Κύριος με τον άνθρωπο.
Αυτή θα διέφερε κατά πολύ από την Παλαιά, διότι θα είχε εγγυητή τον ίδιο τον Υιό του Θεού του ζώντος (Εβραίους, ζ 22. θ 15-17), την οποία και θα σφράγισε με τον θάνατό Του, χύνοντας το πολύτιμο και πανάγιο αίμα Του (Λουκάς κβ 20). Αυτή, δεν θα γράφονταν σε πλάκες και σε χαρτιά, αλλά στις καρδιές των πιστών Του, στον νέο πνευματικό Ισραήλ. Στον αναγεννημένο λαό του Κυρίου, καθώς γράφει ο απ Παύλος:«Ιουδαίος είναι ο εν τω κρυπτώ Ιουδαίος, και περιτομή η της καρδίας κατά πνεύμα, ουχί κατά γράμμα» (Ρωμαίους, β 29). Ο Θεός θα έγραφε στις καρδιές τους το θέλημά Του, και θα τους γέμιζε με θεογνωσία, εφόσον δεν θα ήταν ανάγκη να παρακινεί ο ένας τον άλλο να γνωρίσουν τον Κύριο. Θα αποχτούσαν ενδόμυχα και μυστικά αυτήν την γνώση.
Όπως προφήτευσε ο Ιερεμίας· «Ιδού, έρχονται ημέραι, λέγει Κύριος, και θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ και προς τον οίκον Ιούδα διαθήκην νέαν• ουχί κατά την διαθήκην, την οποίαν έκαμον προς τους πατέρας αυτών, καθ' ην ημέραν επίασα αυτούς από της χειρός διά να εξαγάγω αυτούς εκ γης Αιγύπτου• διότι αυτοί παρέβησαν την διαθήκην μου και εγώ απεστράφην αυτούς, λέγει Κύριος• αύτη θέλει είσθαι η διαθήκη, την οποίαν θέλω κάμει προς τον οίκον Ισραήλ• μετά τας ημέρας εκείνας, λέγει Κύριος, θέλω θέσει τον νόμον μου εις τα ενδόμυχα αυτών και θέλω γράψει αυτόν εν ταις καρδίαις αυτών• και θέλω είσθαι Θεός αυτών και αυτοί θέλουσιν είσθαι λαός μου. Και δεν θέλουσι διδάσκει πλέον έκαστος τον πλησίον αυτού και έκαστος τον αδελφόν αυτού, λέγων, Γνωρίσατε τον Κύριον• διότι πάντες ούτοι θέλουσι με γνωρίζει από μικρού αυτών έως μεγάλου αυτών, λέγει Κύριος• διότι θέλω συγχωρήσει την ανομίαν αυτών και την αμαρτίαν αυτών δεν θέλω ενθυμείσθαι πλέον» (Ιερεμίας, λα 31-34).
Ο ίδιος ο Ιησούς, σαφέστατα δίδαξε ότι αυτό θα γίνονταν από το Άγιο Πνεύμα, το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, με την απευθείας διδασκαλία Του στην καρδιά των πιστών· «Ταύτα ελάλησα προς εσάς ενώ ευρίσκομαι μεθ' υμών• ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον θέλει πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματί μου, εκείνος θέλει σας διδάξει πάντα και θέλει σας υπενθυμίσει πάντα όσα είπον προς εσάς» (Ιωάννης, ιδ 25-26). Ακόμα, «Όταν δε έλθη εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, θέλει σας οδηγήσει εις πάσαν την αλήθειαν• διότι δεν θέλει λαλήσει αφ' εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση θέλει λαλήσει, και θέλει σας αναγγείλει τα μέλλοντα» (Ιωάννης, ιστ 13).
Ο απόστολος Ιωάννης, αναφέρει: «Και το χρίσμα, το οποίον υμείς ελάβετε απ' αυτού, εν υμίν μένει, και δεν έχετε χρείαν να σας διδάσκη τις• αλλά καθώς σας διδάσκει το αυτό χρίσμα περί πάντων, ούτω και αληθές είναι και δεν είναι ψεύδος• και καθώς σας εδίδαξε, θέλετε μένει εν αυτώ» (Α’ Ιωάννου, β 27).
Όμως, επειδή αυτά είναι γραμμένα και τα διαβάζουμε σήμερα, μήπως με τούτο σημαίνει ότι τα κατακτήσαμε κιόλας; Η απάντηση είναι «όχι», αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Αυτό θα το διαπιστώσουμε από αυτά που αναφέρουν οι ίδιοι οι άγιοι που είχαν γνήσια εμπειρία φωτισμού και θεώσεως. Γνήσια εμπειρία της Πεντηκοστής.
Αυτό που υποστηρίζει η Πατερική γραμματεία, είναι ότι ο άνθρωπος μετά την πτώση, εφόσον διάλεξε να αυτοθεωθεί δια της παρακοής και όχι να θεωθεί δια της υπακοής, έχασε το Άγιο Πνεύμα και σκοτίστηκε ο νους του. Έκτοτε, μένει μακριά από την βιωματική γνώση του Θεού.Αυτό που χρειάζεται, είναι ο καθαρισμός της ανθρώπινης φύσης, ο φωτισμός, και η θέωση, ώστε ο άνθρωπος να αποκατασταθεί στο αρχαίο κάλλος. Αυτό είναι δυνατό να επιτευχθεί από την στιγμή που ο Λόγος του Θεού έγινε σάρξ, παίρνοντας την δική μας φύση, όπως ήταν πριν την πτώση.
Παρακάτω, θα δούμε ενδεικτικά, τι αναφέρουν οι Πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας επί του θέματος, και θα δούμε πόσο πολύ προσεκτικοί ήταν απάνω στα θεολογικά που άπτονται την γνώση του Θεού.
Θα ξεκινήσουμε παραθέτοντας από την πατρολογία του Στ. Παπαδόπουλου για τις προϋποθέσεις για το «θεολογείν» που διακρίνει ο Μ. Βασίλειος.
«Ο φόβος του ήταν τόσο μεγάλος ενώπιον της θεολογίας, ώστε συχνά απέφευγε να απαντάει σε θεολογικές ερωτήσεις και συχνότερα παρακαλούσε επίμονα να μην κινούν οι πιστοί ζητήματα πίστεως. Όλοι πρέπει να αρκούνται σε ότι έχει διατυπωθεί στην Εκκλησία, στον απλό λόγο της Γραφής και της αρχαίας Παραδόσεως (Επιστολή 258). Όταν όμως ο ίδιος ο πιστός- και συχνά κάποιος δηλωμένος κακόδοξος- δημιουργεί προβλήματα και αμφιβολίες, που δεν αντιμετωπίζονται με την απλή βιβλική διατύπωση και την όσο αναπτυγμένη Παράδοση της Εκκλησίας, τότε ο Βασίλειος σκύβει στο πρόβλημα και θεολογεί. Τότε διακονεί την σωτηρία των πιστών. Και η διακονία- θεολογία του θέλει να προϋποθέτει- και όντως προϋποθέτει- τα εξής:
α) Χρόνο. Πρέπει κανείς να διαθέτει χρόνο για την θεωρία της αλήθειας, για την θεολογία, καινα είναι απαλλαγμένος από εξωτερικούς περισπασμούς: «Δει γαρ πάσαν σχολήν άγειν από θορύβων των έξωθεν και πάσαν ησυχίαν εν τω κρυπτώ της καρδίας βουλευτηρίω ποιήσαντα, ούτως επιβάλλειν τη θεωρία της αληθείας» (Εις τους Ψαλμούς 3,3).
β) Κάθαρση: Ο αγώνας για την κάθαρση αποτελεί το πρώτιστο έργο του θεολόγου. Η κάθαρση επαναφέρει τον άνθρωπο στο αρχαίο φυσικό του κάλλος, στην αρχική αδαμική κατάσταση. Ο πτωτικός άνθρωπος έχει γίνει σαρκικός, έχει φρόνημα σαρκικό και γι’ αυτό ο νους του δεν μπορεί να θεωρήσει, να δει την αλήθεια: «Ο μεν γαρ σαρκικός άνθρωπος, αγύμναστον έχων προς θεωρίαν τον νουν… αδυνατεί προς το πνευματικόν φως της αληθείας αναβλέψαι» (Περί του αγίου Πνεύματος κβ).
γ) Φωτισμό: Το γεγονός του φωτισμού παίρνει για πρώτη φορά τις μεγάλες διαστάσεις του.Μίλησαν σχετικά ο Ιγνάτιος, ο Ειρηναίος, και ο Αθανάσιος […]. Έτσι, με την κάθαρση ο νους, η καρδιά, ο άνθρωπος λοιπόν γενικά, μοιάζει με καθαρό μάτι, μέσα στο οποίο σαν ήλιος ο Παράκλητος δείχνει την θεία πραγματικότητα […] η πνευματοφόρος ψυχή ελλάμπεται και τότε φωτίζει και άλλες. Πιο συγκεκριμένα, για το θεολογικό έργο η κατάσταση αυτή ταυτίζεται με τη διανομή των χαρισμάτων του Πνεύματος […]. Η επίγνωση, η γνώση της αλήθειας στον άνθρωπο, συντελείται με την είσοδο του ανθρώπου στην ενεργούσα και ακτινοβολούσα πραγματικότητα του αγίου Πνεύματος. Αυτό ακριβώς, κατά τον Βασίλειο, σημαίνει το ψαλμικό «εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως» (Ψαλμός, 35.10). Αυτό είχε υπογραμμίσει άλλοτε και ο Ειρηναίος στο τέλος του Β’ αι. Η γνώση, τονίζει ο Βασίλειος, γίνεται «εν Πνεύματι». Πρέπει να εισέλθει κανείς μέσα στο άγιο Πνεύμα, μέσα στη θεία πραγματικότητα και άρα μέσα στην αλήθεια, για να έχει πράγματι αλήθεια και να μπορεί να την εκφράζει γνησίως. Την αλήθεια, στην οποία πρέπει να εισέλθει ο θεολόγος, χαρακτηρίζει «άδυτα» και «απόρρητα», των οποίων «η θέα» είναι «απρόσιτος». Παρά ταύτα ο Θεός δεν αφήνει ανελέητο τον άνθρωπο. Όταν ζητάει την αλήθεια, δηλαδή κάτι από τα «άδυτα», από την άπειρη αλήθεια, τον βοηθάει, του χαρίζει την παραπάνω κατάσταση». (Β’ τόμος, σελ. 381- 383).
Στα ίδια πλαίσια κινείται και ο άλλος μεγάλος θεολόγος της Εκκλησίας, ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Στο ίδιο έργο, αναφέρει ο Στ. Παπαδόπουλος:
«Πρώτος μεταξύ των μεγάλων Πατέρων ο Γρηγόριος κάνει λόγο ειδικό περί θεολογίας με αφορμή την πληθώρα των αυτοσχέδιων θεολόγων, τους οποίους γενικά ενθάρρυνε ο Αρειανισμός. Είναι κι εδώ χαρακτηριστικό ότι ο λόγος του αποβαίνει αυτοβιογραφικός. Μιλώντας για την θεολογία, περιγράφει τελικά την διαδικασία που συνέβη εντός του, όταν ο ίδιος προσπαθούσε να λύσει προβλήματα θεολογικά: «Τι τούτο έπαθον, ω φίλοι και μύσται και της αληθείας συνερασταί; Έτρεχον μεν ως Θεόν καταληψόμενος και ούτως ανήλθον επί το όρος (= θεολογία) και την νεφάλην διέσχον, είσω γενόμενος…επεί δε προσέβλεψα, μόλις είδον Θεού τα οπίσθια…και μικρόν διακύψας» (Λόγος ΚΗ 3).
«Ανιότι δε μοι προθύμως επί το όρος, η, το γε αληθέστερον ειπείν, προθυμουμένω τε άμα και αγωνιωντι, το μεν δια την ελπίδα, το δε δια την ασθένειαν, ίνα της νεφέλης είσω γένωμαι και Θεώ συγγένωμαι· τούτο γαρ Θεός κελεύει» (Λόγος ΚΗ 2).
«…έδοξέ μοι κράτιστον είναι τας μεν εικόνας χαίρειν εάσαι…, οδηγώ τω Πνεύματι χρώμενον, ην εντεύθεν έλλαμψιν εδεξάμην, ταύτην εις τέλος διαφυλάσσονται…» (Λόγος ΛΑ 3).
Σκοπός του Γρηγορίου είναι να διασχίσει το παραπέτασμα του κόσμου και να «συγγίνει» με τον Θεό, δηλαδή με την αλήθεια, κάτι που μόνο θα εξασφαλίσει άμεση και ασφαλή γνώση.Πρόκειται για την θεοπτία, για την οποία ο Γρηγόριος μιλάει κυρίως σε συνδυασμό προς την θεολογική αναζήτηση […] Η θεοπτία, η προσωπική δηλαδή εμπειρία της αλήθειας, αποτελεί συνάρτηση της καθάρσεως […] Η θεοπτία γίνεται στον Γρηγόριο απολύτως θεολογική· αποτελεί δηλαδή την διαδικασία για μεγαλύτερο βαθμό εμπειρίας της θείας αλήθειας, που όμως περιλαμβάνει και βρίσκεται σε απόλυτη συνάφεια προς την ήδη εκφρασμένη στην Εκκλησία διδασκαλία- αλήθεια και ιδιαίτερα προς την Αγία Γραφή […] στον «άριστον θεολόγον», όπως χαρακτηρίζει ο Γρηγόριος το εξαιρετικά προικισμένο και διακρινόμενο πρόσωπο της Εκκλησίας, τον ήρωα της, τον θεόπτη που δεν φτάνει στη θέα του Θεού μόνον χάριν της πνευματικής του απολαύσεως, αλλά κυρίως χάριν της βαθύτερης γνώσεως της αλήθειας […]». (σελ. 497- 499).
Αυτά, τονίζουν όλοι οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι. Αξίζει να αναφέρουμε τι λέει ο άγιος Ιωάννης στην Κλίμακα, ενός από τα πιο πνευματικά κείμενα της φιλοκαλίας και πέρα από πάσα αμφισβήτηση.
«Ο βυθός των δογμάτων είναι βαθύς, και ο νους του ησυχαστού πηδά και βυθίζεται σε αυτά όχι χωρίς κίνδυνο. Είναι επικίνδυνο να κολυμβά κανείς με τα ρούχα του· ομοίως και το να εγγίζει την θεολογία, ενώ έχει πάθη» (Λόγος 27, Περί ησυχίας).
Επίσης:
«Η αύξησις του φόβου είναι αρχή της αγάπης. Και το τέλος της αγνείας είναι προυπόθεσις της θεολογίας. Εκείνος που ένωσε τελείως τις αισθήσεις του με τον Θεόν, μυσταγωγείται στην θεολογία από τον ίδιο τον Θεό. Εάν όμως οι αισθήσεις δεν έχουν ενωθεί με τον Θεόν, είναι δύσκολο και επικίνδυνο να θεολογεί κανείς. Ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού Πατρός, σε εκείνον που θα κατοικήσει, θα χαρίσει τέλεια αγνότητα και καθαρότητα, νεκρώνοντας τον θάνατο. Μετά από την νέκρωση αυτή, ο μαθητής του Χριστού φωτίζεται και γίνεται γνώστης της θεολογίας. Όποιος δεν εγνώρισε κατ’ αυτόν τον τρόπο τον Θεόν, ομιλεί περί Θεού στοχαστικώς»
(Λόγος 30, Περί αγάπης, ελπίδας, και πίστεως).
Αλλά, και ο αξεπέραστος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μας νουθετεί ως εξής:
«…«αυτός που θέλει να ειπεί ή να ακούσει κάτι για τον Θεό πρέπει να γνωρίζει με σαφήνεια, ότι δεν είναι ούτε όλα άρρητα ούτε όλα ρητά τα θέματα της θεολογίας και της σωτηρίας, ούτε βέβαια όλα γνωστά ούτε όλα άγνωστα». Γνωρίζουμε ότι είναι επάνω από λόγο και όσα επιτρέπεται να λέγωμε από τα θεία, διότι κι αυτά είναι κατά υπερέχοντα λόγο (δεν είναι δηλαδή εκτός λόγου κατ’ έλλειψη, αλλά εκτός του δικού μας λόγου), τόσο αυτόν που έχομε μέσα μας, όσο κι αυτόν που προβάλλομε έξω στην ακοή άλλων. Διότι ούτε αυτός ερμηνεύοντας τα θα μπορούσε να τα παραστήσει, ούτε εκείνος θα μπορούσε μόνος του να τα φτάσει εξετάζοντας τα με πολυπραγμοσύνη. Δεν πρέπει λοιπόν να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να λέγουν κάτι για τον Θεό, αλλά πρέπει να στρέψουμε τους εαυτούς μας προς εκείνους που λαλούν εν πνεύματι τα πνευματικά και όταν απαιτούν λόγο οι αντίθετοι» (150 Κεφάλαια, Κεφάλαιο 80).
Η θεία γνώση είναι υπέρλογη -πάνω από τον ανθρώπινο λόγο-, επομένως δεν την φτάνουμε, για αυτό και οφείλουμε να ακούμε τους αγίους που μιλούν πνευματικά όταν τους ζητηθεί, προκειμένου να δώσουν θεολογικές λύσεις σε όσα έχουν να πουν οι αιρετικοί.
Ο ιερός Χρυσόστομος (ο χρυσός στην γλώσσα, όπως τον αναφέρει ο Γρηγόριος ο Παλαμάς), εντοπίζοντας την αδυναμία του ανθρώπου και ότι θέλει αγώνα με την συνέργεια της Θείας Χάριτος προκειμένου να οδηγηθεί από την κάθαρση στον φωτισμό και από τον φωτισμό στην θέωση ο άνθρωπος, αναφέρει ότι είναι σημείο πτώσης το ότι έχουμε ανάγκη από τα βιβλία, αν και το τέλειο θα ήταν όλοι να διδάσκονταν απευθείας από το Άγιο Πνεύμα.
Αναφέρει στην πρώτη Ομιλία εις το Κατά Ματθαίον:
«Έπρεπε εμείς να μην χρειαζόμαστε την βοήθεια από τα γράμματα, αλλά να προσφέρουμε τόσο καθαρό βίο, ώστε η χάρη του Πνεύματος να παίρνει την θέση των βιβλίων στις δικές μας ψυχές και όπως ακριβώς αυτά με το μελάνι, έτσι οι καρδιές οι δικές μας με το Πνεύμα να έχουν γραφτεί εσωτερικά. Επειδή όμως αποκρούσαμε την χάρη, ας αγαπήσουμε τουλάχιστον την δεύτερη πλεύση. Επειδή ότι το πρώτο ήταν καλύτερο και με όσα είπε και με όσα έκανε το εδήλωσε ο Θεός. Διότι και στον Νώε, και στον Αβραάμ και στους απογόνους εκείνου, και στον Ιώβ, καθώς και στον Μωϋσή, δεν ομιλούσε με γράμματα ο Θεός, αλλά αυτός ο ίδιος, επειδή έβρισκε καθαρή την διάνοιά τους.
Επειδή όμως έπεσε στον πυθμένα της κακίας όλος ο Εβραϊκός λαός, τότε λοιπόν (χρειάστηκαν) γράμματα και πλάκες και η υπενθύμιση από αυτά. Και αυτό όχι μόνο τους αγίους στην Παλαιά, αλλά και στην Καινή μπορεί να δει κάποιος να συμβαίνει. Επειδή ούτε στους αποστόλους έδωσε κάποιο γραπτό ο Θεός, αλλά αντί για γράμματα υποσχέθηκε να δώσει την χάρη του Πνεύματος. «Επειδή εκείνος (ο Παράκλητος) θα σας υπενθυμίσει» λέει (ο Κύριος) «τα πάντα» (Ιω. 14,26).
Και για να μάθεις ότι τούτο πολύ καλύτερο ήταν, άκουσε και δια του προφήτη τι λέει: «Θα συνάψω με σας καινούρια διαθήκη και θα δώσω τους νόμους μου στην διάνοιά τους και πάνω στις καρδιές τους θα γράψω και όλοι θα γίνουν θεοδίδακτοι». Και ο Παύλος δείχνοντας αυτή την υπεροχή έλεγε ότι λάβαμε νόμο "όχι σε λίθινες πλάκες, αλλά σε σάρκινες πλάκες της καρδιάς».
Πόσο επικίνδυνο είναι να «θεολογεί» ένας άνθρωπος που είναι στην κάθαρση και παλεύει με τα πάθη του! Πόσες αιρέσεις μπορεί να γεννήσει η φιλόδοξη προσπάθεια του ανθρώπου να φτάσει στην Θεία γνώση χωρίς να είναι ο ίδιος κατάλληλα προετοιμασμένος για αυτό. Ο Θεός όμως, δεν μας κάλεσε να «θεολογούμε», αλλά να υπακούμε σε Εκείνον, και με την υπακοή να έρθει ολόκληρη η Αγία Τριάδα μέσα στην καρδιά μας, να την καθαρίσει και να την αγιάσει.
«Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει» (Ιωάννης, ιδ 23)
Πόσο πολύ ευγνώμονες πρέπει να είμαστε απέναντι στο Θεό που μέσω των αγίων Του, έχει καταθέσει την αγία γνώση μέσα στην Εκκλησία, τον παντοτινό στύλο και εδραίωμα της αλήθειας!
«Αν είσαι θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά, και αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι θεολόγος» (Άγιος Νείλος, Περί προσευχής, 60).
Επιμέλεια: Σοφία Ντρέκου
http://exprotestant.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου