Απόσπασμα από την «Χρηστοήθεια Χριστιανών».
Το πρώτο απόσπασμα αναφέρεται στο ότι απαγορεύονται γενικά οι όρκοι σε κάθεπερίσταση.
Γράφει ο άγιος Νικόδημος:
Και μολονότι στην Παλαιά Διαθήκη επιτρέπονταν οι αληθινοί και οι νόμιμοι όρκοι λόγω τηςατέλειας και της νηπιότητας των Ιουδαίων, και για να μην ορκίζονται στα είδωλα, όπως λέει ο Χρυσόστομος· «Την παλαιά εποχή γι’ αυτό νομοθετήθηκε ο όρκος, για να μη ορκίζονται στα είδωλα» (Ομιλία ιζ στο κατά Ματθαίον), στην Νέα Γραφή, όμως, είναι εντελώς απαγορευμένος ο όρκος και ασυγχώρητος, καθώς προστάζει ο Κύριος αποφασιστικά· «Εγώ όμως σας λέω να μην ορκίζεστε καθόλου· ούτε στον ουρανό, γιατί είναι ο θρόνος του Θεού, ούτε στην γη, γιατί είναι το σκαμνί που πατούν τα πόδια του αλλά ούτε στο κεφάλι σου να ορκιστείς, γιατί δεν μπορείς να κάνεις ούτε μία τρίχα του άσπρη ή μαύρη» (Ματθαίος 5,34-36). Και ο Ιάκωβος ο αδελφόθεος παραγγέλλει αυτά· «Προπαντός, αδελφοί μου, να ην ορκίζεστε ούτε στον ουρανό, ούτε στη γη, ούτε να κάνετε κανέναν άλλον όρκο» (Ιάκωβος 5,12). Οι θείοι Πατέρες της Εκκλησίας συμφωνώντας με την Παλαιά και τη Νέα Διαθήκη απαγορεύουν τους όρκους. Ο Μ. Βασίλειος στον κθ’ Κανόνα του λέει, ότι είναι εντελώςαπαγορευμένος ο όρκος· «Γενικά απαγορεύεται κάθε όρκος». Ο θείος Χρυσόστομος λέει·«Όπως ακριβώς υπάρχει εντολή το μη φονεύσεις, αδικήσεις, έτσι και το να μη ορκιστείς»(Ερμηνεία στον ριη’ Ψαλμό). Και πάλι· «Μη μου πεις ότι ορκίζεσαι για το δίκαιο, διότι δεν πρέπει ούτε για το δίκαιο ούτε για το άδικο να ορκίζεται κάποιος» (Λόγος ιε’ στην Γένεση)· και πάλι ο ίδιος αποδείχνει ότι ο όρκος είναι χειρότερος από τον φόνο και ότι εκείνος που ορκίζεται, ακόμα και αν είναι ζωντανός, θεωρείται ότι είναι πεθαμένος· «Δεν κεντά τόσο πολύ το ξίφος, όσο η φύσις του όρκου· δεν σκοτώνει τόσο το μαχαίρι, όσο η πληγή του όρκου· αυτός που ορκίστηκε, και αν ακόμη φαίνεται ότι ζει, ήδη έχει πεθάνει και δέχτηκε την πληγή» (Ανδρ. ιε’). (Σελ. 217-218).
Το δεύτερο απόσπασμα από το «Πηδάλιο», αναφέρεται στο ότι η εντολή του Χριστού είναι σαφής και δεν υπάρχει καμία δικαιολογία, έστω και αν αυτή προφέρεται (καθ’ υπόθεση) ακόμα και από άγιο άνθρωπο.
Γράφει ο άγιος Νικόδημος:
Δια τούτο, και ο θείος Χρυσόστομος εναντιούμενος εις εκείνους οπού θέλουσι να γίνωνται όρκοι, λέγει (ομιλία η’ εις τους ανδριάντας)· ‘’λοιπόν (μου λέγεις) τι έχει να κάμη τινάς όταν ήναι ανάγκη δια να ομόση; Και αποκρίνεται· ‘’Όπου είναι παράβασις νόμου, εκεί δεν χωρεί καμία ανάγκη. Και είναι δυνατόν (μου λέγει) τελείως να μη ομνύη τινάς; Τι λέγεις; Αποκρίνεται· Ο Θεός επρόσταξε, και συ ερωτάς, αν ήναι δυνατόν το να μη φυλάξης την προσταγήν του; Περισσότερο είναι αδύνατον το να μη φυλάξης την προσταγήν του, παρά το να την φυλάξης’’. Και πάλι λέγει (Κατήχηση α’ προς τους μέλλοντας φωτισθήναι)· θέλω να εξαλείψω ένα κακόν πεπαλαιωμένον οπού εσυνειθίσθη. Θέλω, λέγω, να εξαλείψω, όχι μόνον τους κακούς και ψεύτικους όρκους, αλλά και τους καλούς και αληθείς· αλλά μου λέγεις, ο δείνα άνθρωπος, ο ενάρετος, ο ιερωμένος, ο σώφρων και ευλαβής, ώμοσε και έκαμεν όρκον· εγώ δε και εις τούτο σου αποκρίνομαι· Μη μοι λέγεις πως ο ενάρετος, ο ιερωμένος, ο σώφρων και ο ευλαβής ώμοσεν, αλλά ανίσως θέλης, ειπέ μου πως αυτός όπου ώμοσε, είναι ο Πέτρος, ή ο Παύλος, ή Άγγελος από τον Ουρανόν. Διότι, αν και αυτοί, καθ’ υπόθεσιν, ήναι όπου ώμοσαν, οι τόσο μεγάλοι, εγώ δεν υποστέλλομαι δια την μεγαλειότητά τους. Επειδή και ο νόμος όπου εμποδίζει απλώς κάθε όρκον, και τον οποίον σας αναγινώσκω εγώ, δεν είναι του Πέτρου, ή του Παύλου, ή των Αγγέλων, και απλώς των συνδούλων, αλλ’ αυτού του ιδίου Βασιλέως των απάντων Θεού. Όταν δε Βασιλικά γράμματα αναγινώσκωνται, πρέπει να σιωπούν οι δούλοι, όσον και αν ήναι αξιωματικοί. Διότι αν έχης να ειπείς πως ο Χριστός επρόσταξε να ομνύωμεν, ή πως ο Χριστός δεν παιδεύει εκείνους που ομνύουσι, δείξον που τούτο λέγει, και εγώ πείθομαι. Ειδέ ο Χριστός με τόσην σπουδήν εμποδίζει το να ομνύωμεν, και τόσον προνοείται δια να μη γίνωνται όρκοι τελείως, ώστε οπού συναριθμεί με τον πονηρόν (ήτοι τον διάβολον) εκείνον όπου ομνύει· το γαρ περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστί φησι. (Σελ. 301-302).
Το τρίτο απόσπασμα από το «Πηδάλιο» απαντά για τις παρεξηγημένες φράσεις της Αγίας Γραφής που ισχυρίζονται κάποιοι ότι δήθεν επιτρέπουν τους όρκους.
Ηξεύρωμεν ότι εις την Παλαιά Γραφήν εσυγχωρούντο οι αληθείς και νόμιμοι όρκοι (Δευτερονόμιο 6:13, Ψαλμός 62:11, Ιερεμίας 4:2 και αλλαχού)· ναι εσυγχωρούντο, μα όχι ενομοθετούντο. Άλλο δε είναι η συγχώρησις, και άλλο η νομοθεσία· εσυγχωρούντο δια την ατέλειαν και νηπιότητα των Ιουδαίων προς αποφυγήν της ειδωλολατρίας. Το θείον Ευαγγέλιον με στερεάν απόφασιν, όχι μόνο εις του Θεού το όνομα δεν συγχωρεί να ομώση τινάς, αλλ’ ουδέ την ιδίαν του κεφαλήν, προστάζων ότι, αν δεν περισσεύση η δικαιοσύνη μας περισσότερον από την των Γραμματέων και Φαρισσαίων, και απλώς την του Νόμου, δεν δυνάμεθα να εισέλθωμεν εις την βασιλείαν των ουρανών. Ουδέ γαρ κατά των κτισμάτων πρέπει να ομνύη τινάς, διατί έτσι κατά του Κτίστου πάλιν ο όρκος γίνεται, κατά τον Χρυσόστομον. Το δε ‘’μα την εμετέραν καύχησιν’’, ή ‘’ορκίζω υμάς τον Κύριον’’, και όσα άλλα λέγων ο Παύλος, συμπαραλαμβάνει προς βεβαίωσιν το του Θεού όνομα, ταύτασχήμα μεν όρκου εισίν, ουχί δε και όρκος, καθώς λέγει ο Χρυσόστομος [..]. (σελ. 302).
http://exprotestant.blogspot.gr/2015/01/blog-post_30.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου