Κάθε χρόνο, στὸν πανσέβαστο καιρὸ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καὶ μάλιστα στὸ μέσον Αὐτῆς, τὸ γνωστὸ στὸ λαὸ «μεσοσαράκοστο», ἡ Ἐκκλησία μας ὑψώνει ἐμπρός μας τὸ ἀθάνατο μεγαλεῖο τῆς Ἱερωσύνης προσκαλώντας τοὺς μέλλοντας νὰ ἀναλάβουν νὰ Τὴ διακονήσουν, νὰ εἰσέλθουν στὸ στάδιό Της, ὥστε νὰ καταστοῦν ὑπεύθυνοι καὶ πειθαρχημένοι ἀγωνιστές. Μὲ μιὰ προϋπόθεση: «ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν» (Μαρκ. 8, 34) ὁ καθένας, ὥστε νὰ ἀφιερωθεῖ ἀπόλυτα στὴ διακονία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Κι ὅπως ὁ κάθε ἀθλητὴς χρειάζεται νὰ ἀσκεῖται, ὥστε νὰ εἶναι ἕτοιμος γιὰ τὸν κάθε προκείμενο ἀγώνα, κάπως ἔτσι συμβαίνει καὶ μέσα στὸ μέγα πνευματικὸ στάδιο τῆς Ἐκκλησίας: Νὰ εἶναι ἕτοιμος ὁ κάθε κεκλημένος ἀθλητής-κληρικὸς νὰ ἀγωνιστεῖ «τὸν ἀγῶνα τὸν καλόν» (2 Τιμ. 4, 7), ὄχι γιὰ νὰ λαβει μονάχα τὸν τῆς νίκης στέφανον, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ φανερώσει στὸν κόσμο ὅτι ὁ ἀγώνας του ἔχει σκοπὸ καὶ βάση. Δὲ γίνεται δηλαδὴ ἐπὶ ματαίῳ, ἀλλὰ πραγματοποιεῖται γιὰ νὰ ξεδιπλωθεῖ τὸ αὐθεντικὸ ἀγωνιστικὸ φρόνημα, ποὺ καταλύει κάθε περίπτωση ραθυμίας καὶ μαλθακότητας.
Κάθε χρόνο, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία μας αὐτὴ τὴν ἑβδομάδα τοῦ μέσου τῶν Νηστειῶν φροντίζει νὰ ὑπενθυμίζει σ᾿ ἐμᾶς τοὺς κληρικοὺς τὴ μεγάλη ἐκείνη ὥρα ποὺ ἀποφασίσαμε, ἀφοῦ πρῶτα ἐκλήθημεν, νὰ βγάλουμε τὸ σακκάκι καὶ νὰ ντυθοῦμε τὸ μαῦρο χιτώνα ποὺ μᾶς παρέδωσε. Ὅπως μᾶς παρέδωσε τὴν Παρακαταθήκη νὰ τὴ διαφυλάξουμε πάσας τὰ ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν ἀψεγάδιαστη, φωτεινή, θεοπειθῆ καὶ «εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον», γιὰ νὰ τὴν ἀποδώσουμε κι ἐμεῖς αὔριο, ὅταν πληρωθεῖ ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας, τὸ ἴδιο ἀμόλυντη στὸν ἑπόμενο κρῖκο τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς στὴν ὁποία ἐκλήθημεν, ἀναξίως μὲν ἀλλὰ συνειδητῶς, νὰ συμμετάσχουμε.
Θυμίζει τὴν κλήση μας ἡ Ἐκκλησία, λοιπόν, μνημονεύοντας καὶ φέροντας ἐμπρός μας ἐκείνη τὴν ἄχραντη ὥρα τῆς προσωπικῆς μας Πεντηκοστῆς, τῆς ὁποίας ἀσφαλῶς προηγήθηκαν ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ σταύρωση τοῦ ἰδίου θελήματος, ἀλλὰ καὶ ἡ Ἀνάσταση τοῦ καινοῦ μας ἑαυτοῦ καί, φυσικά, ἡ προετοιμασία «ἵνα λάβωμεν Πνεῦμα ἐπουράνιον». Τὸν Παράκλητο δηλαδή, ποὺ μὲ τὴν σειρά μας θὰ κομίσουμε ὡς ἄλλη παρηγορία στὸν λαὸ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Θυμίζει ἡ Ἐκκλησία σὲ μᾶς, τοὺς ἤδη κεκλημένους καὶ στρατευμένους στὶς μαρτυρικές Της τάξεις, τὸ μέγα χάρισμα ποὺ λάβαμε, ἀλλὰ καὶ τὸ χρέος μας. Ὡστόσο ἡ κλήση αὐτὴ ἀπευθύνεται καὶ σὲ ὅσους ἐπιθυμοῦν νὰ εἰσέλθουν στὸν χῶρο καὶ τὸ χορὸ τῆς Ἱερωσύνης -δὲν ἔχει σημασία ἄν θὰ κατορθώσουν ὅλοι νὰ ἀνέλθουν τὴν κλίμακα καὶ τῶν τριῶν βαθμῶν τῆς Ἱερωσύνης. Σημασία ἔχει ἡ διακονία κι ὄχι ὁ βαθμός, γιατὶ διαφορετικὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὴν ἴδια τὴ σκηνὴ ποὺ ξετυλίχτηκε λίγο πρὶν τὸ Θεῖο Πάθος, ὅταν δύο Μαθητὲς σχεδίαζαν τὸ ποιὸς θὰ λάβει τὴν μία ἤ τὴν ἄλλη θέση στὴ Βασιλεία. «Οὐκ οἴδατε τὶ αἰτεῖσθε» (Μρκ. 10, 40) ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου. Ἀπάντηση διαχρονικὴ καὶ οὐδέποτε ἀμφισβητούμενη.
Κάθε χρόνο ἡ Ἐκκλησία μας, ὥς ἄλλη Μάνα, ἑτοιμάζει τὴν Πνευματική Της Τράπεζα καὶ καλεῖ τὰ παιδιά Της νὰ συμμετάσχουν καὶ νὰ διακονήσουν σὲ αὐτήν. Ὅλα της τὰ παιδιά, κάθε βαθμοῦ καὶ ἡλικίας. Κι ἡ κλήση αὐτὴ δὲν ἔχει τέλος. Ὅπως δὲν ἔχει τέλος ὁ Χριστός, «ὁ αὐτὸς χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἐβρ. 13, 7).
π. Κων. Ν. Καλλιανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου