Πήγαμε στη Θηβαΐδα κι επισκεφτήκαμε κοντά στην πόλη του Αντίνοου
το σοφιστή Φοιβάμωνα χάριν ωφελείας.
Αυτός μας διηγήθηκε ότι ήταν κάποιος ληστής κατά τα μέρη της ερημουπόλεως στο όνομα Δαβίδ, ο οποίος είχε πολλούς γυμνώσει, πολλούς δε και φονεύσει κι είχε κάνει και πάμπολλα κακά, μπορώ να πω, όσο κανείς άλλος. Κάποτε λοιπόν, ενώ ήταν ακόμα στο βουνό και λήστευε έχοντας μαζί του περισσότερους από τριάντα, ήρθε στον εαυτό του, μετανόησε για όσα κακά διέπραξε και αφήνοντας όλους τους συντρόφους του, πήγε σε μοναστήρι. Όταν χτύπησε τη θύρα του μοναστηριού, βγήκε ο θυρωρός και του λέει: «Τί θέλεις;» Τότε ο αρχιληστής του λέει: «Θέλω να γίνω μοναχός». Και μπήκε ο θυρωρός κι ανάγγειλε στον αββά την υπόθεσή του. Βγήκε λοιπόν ο αββάς και βλέποντας ότι ήταν γέροντας, του λέει: «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, γιατί έχουν πολύ κόπο οι αδελφοί κι η άσκησή τους είναι μεγάλη κι έχεις αλλιώς συνηθίσει και δεν μπορείς να αντέξεις τον κανόνα του μοναστηριού». Αυτός όμως τον παρακαλούσε κι έλεγε: «Ναι, μπορώ να τα κάνω, μόνο δέξου με». Ο αββάς όμως επέμενε κι έλεγε: «δεν το κάνεις». Τότε του λέει ο αρχιληστής: «Να ξέρεις ότι εγώ είμαι ο Δαβίδ ο αρχιληστής και για τούτο ήρθα εδώ, για να κλάψω τις αμαρτίες μου. Αν όμως δεν θέλεις να με δεχτείς, πληροφορώ με όρκους εσένα κι Αυτόν που κατοικεί στον ουρανό ότι πηγαίνω ξανά στην πρώτη μου τέχνη και φέρνω όσους είχα μαζί μου και σας σκοτώνω όλους και καταστρέφω και το μοναστήρι σας». Ακούγοντας αυτά ο αββάς, τον δέχτηκε μέσα στο μοναστήρι, τον κούρεψε και του έδωσε το άγιο σχήμα. Άρχισε λοιπόν να αγωνίζεται και ξεπέρασε όλους στο μοναστήρι στην εγκράτεια και στην υπακοή και στην ταπεινοφροσύνη. Και ήσαν στο μοναστήρι μοναχοί γύρω στις εβδομήντα ψυχές. Όλους λοιπόν ωφελώντας, όλων υπογραμμός έγινε. Και μια μέρα, καθώς καθόταν στο κελί του, εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Δαβίδ, Δαβίδ, σου συγχώρησε ο Κύριος ο Θεός τις αμαρτίες σου και στο εξής θα κάνεις θαύματα». Αυτός αποκρίθηκε και είπε στον άγγελο: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλα εκείνα τα αμαρτήματά μου, τα βαρύτερα από την άμμο της θάλασσας, μου συγχώρησε ο Θεός σε λίγο χρόνο». Τότε ο άγγελος του λέει: «Αν τον ιερέα Ζαχαρία, ο οποίος δεν με πίστεψε για το γιό, δεν λυπήθηκα, αλλά δέσμευσα τη γλώσσα του διδάσκοντάς τον με την τιμωρία να μην απιστεί σε όσα του είπα, εσένα θα λυπηθώ; Γι’ αυτό θα μείνεις τελείως άλαλος από τώρα». Τότε ο αββάς Δαβίδ έβαλε μετάνοια και του είπε: «Όταν ήμουν στον κόσμο διαπράττοντας τα αθέμιτα και τις αιματοχυσίες, μιλούσα· κι όταν θέλω να γίνω δούλος του Θεού και να του προσφέρω ύμνους, δεσμεύεις τη γλώσσα μου να μη λαλώ;» Τότε ο άγγελος αποκρίθηκε και είπε: «Στον κανόνα μόνο θα μιλάς, έξω όμως από τον κανόνα θα σιωπάς εντελώς». Πράγμα που έγινε. Γιατί έκανε πολλά θαύματα δι’ αυτού ο Θεός. Έψελνε και τους ψαλμούς· άλλο όμως λόγο, μεγάλο ή μικρό, δεν μπορούσε να λαλήσει. Κι αυτός που μας διηγήθηκε αυτά έλεγε: «Πολλές φορές τον είδα και δόξασα το Θεό».
(Ιωαν , Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)
fdathanasiou.wordpress.com
Αυτός μας διηγήθηκε ότι ήταν κάποιος ληστής κατά τα μέρη της ερημουπόλεως στο όνομα Δαβίδ, ο οποίος είχε πολλούς γυμνώσει, πολλούς δε και φονεύσει κι είχε κάνει και πάμπολλα κακά, μπορώ να πω, όσο κανείς άλλος. Κάποτε λοιπόν, ενώ ήταν ακόμα στο βουνό και λήστευε έχοντας μαζί του περισσότερους από τριάντα, ήρθε στον εαυτό του, μετανόησε για όσα κακά διέπραξε και αφήνοντας όλους τους συντρόφους του, πήγε σε μοναστήρι. Όταν χτύπησε τη θύρα του μοναστηριού, βγήκε ο θυρωρός και του λέει: «Τί θέλεις;» Τότε ο αρχιληστής του λέει: «Θέλω να γίνω μοναχός». Και μπήκε ο θυρωρός κι ανάγγειλε στον αββά την υπόθεσή του. Βγήκε λοιπόν ο αββάς και βλέποντας ότι ήταν γέροντας, του λέει: «Δεν μπορείς να μείνεις εδώ, γιατί έχουν πολύ κόπο οι αδελφοί κι η άσκησή τους είναι μεγάλη κι έχεις αλλιώς συνηθίσει και δεν μπορείς να αντέξεις τον κανόνα του μοναστηριού». Αυτός όμως τον παρακαλούσε κι έλεγε: «Ναι, μπορώ να τα κάνω, μόνο δέξου με». Ο αββάς όμως επέμενε κι έλεγε: «δεν το κάνεις». Τότε του λέει ο αρχιληστής: «Να ξέρεις ότι εγώ είμαι ο Δαβίδ ο αρχιληστής και για τούτο ήρθα εδώ, για να κλάψω τις αμαρτίες μου. Αν όμως δεν θέλεις να με δεχτείς, πληροφορώ με όρκους εσένα κι Αυτόν που κατοικεί στον ουρανό ότι πηγαίνω ξανά στην πρώτη μου τέχνη και φέρνω όσους είχα μαζί μου και σας σκοτώνω όλους και καταστρέφω και το μοναστήρι σας». Ακούγοντας αυτά ο αββάς, τον δέχτηκε μέσα στο μοναστήρι, τον κούρεψε και του έδωσε το άγιο σχήμα. Άρχισε λοιπόν να αγωνίζεται και ξεπέρασε όλους στο μοναστήρι στην εγκράτεια και στην υπακοή και στην ταπεινοφροσύνη. Και ήσαν στο μοναστήρι μοναχοί γύρω στις εβδομήντα ψυχές. Όλους λοιπόν ωφελώντας, όλων υπογραμμός έγινε. Και μια μέρα, καθώς καθόταν στο κελί του, εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου και του είπε: «Δαβίδ, Δαβίδ, σου συγχώρησε ο Κύριος ο Θεός τις αμαρτίες σου και στο εξής θα κάνεις θαύματα». Αυτός αποκρίθηκε και είπε στον άγγελο: «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι όλα εκείνα τα αμαρτήματά μου, τα βαρύτερα από την άμμο της θάλασσας, μου συγχώρησε ο Θεός σε λίγο χρόνο». Τότε ο άγγελος του λέει: «Αν τον ιερέα Ζαχαρία, ο οποίος δεν με πίστεψε για το γιό, δεν λυπήθηκα, αλλά δέσμευσα τη γλώσσα του διδάσκοντάς τον με την τιμωρία να μην απιστεί σε όσα του είπα, εσένα θα λυπηθώ; Γι’ αυτό θα μείνεις τελείως άλαλος από τώρα». Τότε ο αββάς Δαβίδ έβαλε μετάνοια και του είπε: «Όταν ήμουν στον κόσμο διαπράττοντας τα αθέμιτα και τις αιματοχυσίες, μιλούσα· κι όταν θέλω να γίνω δούλος του Θεού και να του προσφέρω ύμνους, δεσμεύεις τη γλώσσα μου να μη λαλώ;» Τότε ο άγγελος αποκρίθηκε και είπε: «Στον κανόνα μόνο θα μιλάς, έξω όμως από τον κανόνα θα σιωπάς εντελώς». Πράγμα που έγινε. Γιατί έκανε πολλά θαύματα δι’ αυτού ο Θεός. Έψελνε και τους ψαλμούς· άλλο όμως λόγο, μεγάλο ή μικρό, δεν μπορούσε να λαλήσει. Κι αυτός που μας διηγήθηκε αυτά έλεγε: «Πολλές φορές τον είδα και δόξασα το Θεό».
(Ιωαν , Μόσχου «Λειμωνάριον», εκδ. Ι.Μ. Σταυρονικήτα, Αγ. Όρος)
fdathanasiou.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου