ΜΕΤΑΝΟΙΑ
(ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία)
Μετάνοια, τό δεύτερο βάπτισμα
Μέ
τή χάρη τοῦ Θεοῦ θά μιλήσουμε περί ἐξομολόγησης καί μετάνοιας. Ἡ
ἐξομολόγηση εἶναι ἡ κορύφωση τῆς μετάνοιας. Μετάνοια εἶναι μία
διαδικασία ζωῆς, μία συνεχής δηλαδή κατάσταση, πού βιώνει ὁ χριστιανός
καί εἶναι ἕνας τρόπος, ἤ μᾶλλον, ὁ τρόπος τῆς θεραπείας.
Ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται στήν Ἐκκλησία μέ τό βάπτισμα. Δυστυχῶς,
ὅμως, τό Ἅγιο Βάπτισμα τό μολύνουμε. Δέν κρατᾶμε τήν καθαρότητα πού μᾶς
δίνει ἡ Ἐκκλησία, ἀπό τή στιγμή πού βγαίνουμε ἀπό τήν κολυμπήθρα καί
μετά, λόγω τῶν ἁμαρτιῶν πού κάνουμε. Γι’ αὐτό τό λόγο, χρειάζεται τό
δεύτερο βάπτισμα, τό ὁποῖο ἀκριβῶς εἶναι αὐτή ἡ μετάνοια. Τότε πάλι
μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά θεραπευτεῖ.
Ἡ μετάνοια εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν εἶναι κάτι, δηλαδή, πού τό κάνουμε μόνο ἐμεῖς -χρειάζεται νά κάνουμε κι ἐμεῖς- ἀλλά χρειάζεται καί ἡ ἐνίσχυση καί ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή ἡ μετάνοια λειτουργεῖ σάν μία φωτιά, σάν μία καθαρτική φωτιά, ἡ ὁποία κατακαίει τίς ἁμαρτίες μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος μέ τό πένθος τῆς μετάνοιας καθαρίζεται, θεραπεύεται.Εἶναι σάν τό χρυσάφι, τό ὁποῖο ἔχει σκουριές καί γιά νά τό καθαρίσουμε τό βάζουμε μέσα σέ ἕναν κλίβανο μέ φωτιά, ὅποτε ὅλα τά ὀξείδια καίγονται καί μένει καθαρό τό χρυσάφι. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος μετανοεῖ, μπαίνει σ’ αὐτήν τήν καθαρτική φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γίνεται λαμπρότερος καί ἀπό τό χρυσάφι.
Λέει
ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ: «Ἐάν οἱ ἁμαρτίες σᾶς εἶναι ὡς φοινικοῦν», κόκκινες
δηλαδή σάν αἷμα, «ὑπέρ χιόνα λευκανῶ», Ἐγώ θά κάνω λαμπρότερες καί
λευκότερες καί ἀπό τό χιόνι τίς ψυχές σας. Ἤ σ’ ἄλλη περίπτωση λέει: «ὡς
ἔριον λευκανῶ». Θά σᾶς κάνω λευκές τίς ψυχές σας, ὅπως τό μαλλί, τό
ἄσπρο τό μαλλί, τό ὁποῖο τό βλέπει κανείς καί τό χαίρεται μέ τήν
καθαρότητα πού ἔχει.
Ἔτσι,
λοιπόν, ἡ μετάνοια καθαρίζει τήν ψυχή καί σ’ αὐτήν τήν κατάσταση, μ’
αὐτήν τή διαδικασία, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ ν ἀποκτήσει, λένε οἱ πατέρες, τό
μεγάλο θησαυρό τῆς παρθενίας.
Ἡ
Ἐκκλησία μᾶς δίνει αὐτή τή δυνατότητα, νά ξαναποκτήσουμε αὐτό τό
θησαυρό, «πνευματικῶ τῷ τρόπω», μέ τή μετάνοια. Ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ
Στηθάτος λέει: » Μήν πεῖς στήν καρδιά σου ὅτι πλέον εἶναι ἀδύνατον νά
ἀποκτήσω τό θησαυρό, τήν ἁγνότητα τῆς παρθενίας, γιατί ἔχω πέσει πλέον
στή φθορά καί στή μανία τοῦ σώματος, στίς σωματικές ἡδονές καί ὀρέξεις».
Ἔστω κι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τήν παρθενία του, μπορεῖ νά τήν ἀποκτήσει
πάλι, μέ τά δάκρυα τοῦ δεύτερου βαπτίσματος, πού εἶναι ἡ μετάνοια.
Γι’
αὐτό, μή μᾶς πιάνει ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση. Εἶναι ἡ χαμένη ἡ
στολή, ἡ πρώτη ἡ στολή, πού φοράει ὁ πατέρας στόν ἄσωτο υἱό. Τοῦ
ξαναδίνει τήν πρώτη κατάσταση -ἐνῶ ἔκανε ὅ,τι ἔκανε, σκόρπισε τήν
πατρική του περιουσία μέ τίς πόρνες καί ὅλα αὐτά- ὅταν γυρνάει, ὁ
Χριστός -αὐτός εἶναι ὁ πατέρας- τοῦ ξαναδίνει τήν πρώτη στολή, τοῦ
φοράει τό δαχτυλίδι, θυσιάζει τό μοσχάρι, κάνει γλέντι, κλπ. Τοῦ δίνει
ὅλη ὅση λαμπρότητα εἶχε καί πρίν κάνει τίς ἀσωτεῖες. Ἔτσι γίνεται καί μέ
τή ψυχή πού μετανοεῖ. Ὁ Χριστός τήν ξαναντύνει μέ τήν ἴδια ἁγνότητα, πού εἶχε, πρίν ἁμαρτήσει.
Λέει,
ὁ ἴδιος ἅγιος πατέρας, ὁ Ἅγιος Νικήτας ὁ Στηθάτος: «Ὅπου ὑπάρχουν πόνοι
μετανοίας», ὅπου δηλαδή κανείς πονάει, κοπιάζει, στή διαδικασία αὐτή
τῆς μετανοίας, ὅταν «μέ κακοπάθεια καί θερμότητα καταβάλλει», σπέρνει
αὐτά τά σπέρματα τῆς μετάνοιας, «μέ δάκρυα κατανύξεως», ἔτσι, μέ τέτοια
δάκρυα, σάν ποτάμια, «τότε», γιά ὅλη αὐτή τήν προσπάθεια, «τά ὀχυρώματα
ὅλα του ἐχθροῦ καταρρέουν». Τά συμπαρασύρει αὐτό τό ὁρμητικό ποτάμι τῆς
μετάνοιας, ὅλα ὅσα μέσα μᾶς ἔχει κάνει ὁ ἐχθρός, τά φρούρια τοῦ διαβόλου
δηλαδή. Ὅλα γκρεμίζονται, ὅταν κανείς μετανοεῖ καί ὅταν μέ θέρμη καί μέ
δάκρυα ζητάει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Σβήνεται ὅλη ἡ πυρκαγιά τῶν παθῶν, ὅλη
ἡ φωτιά πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος μέσα του, πού τόν σπρώχνει γιά τό κακό.
Μέ
τή μετάνοια σβήνεται ἡ φωτιά τῶν παθῶν καί γίνεται ἡ ἄνωθεν ἀναγέννηση.
Τότε τελεῖται μέσα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός στό
Νικόδημο, τό νυχτερινό μαθητή: «Ἐάν μή τίς γεννηθῆ ἄνωθεν, οὐ δύναται
εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Δέν μπορεῖς νά μπεῖς στόν
Παράδεισο, ἐάν δέ γεννηθεῖς ἄνωθεν, ἐάν δέν ἀναγεννηθεῖς πνευματικά καί
ἐπειδή ὅλοι μας ἔχουμε πεθάνει πνευματικά, λόγω τῆς ἁμαρτίας, πρέπει νά
γίνει αὐτή ἡ ἀνά-γέννηση. Ε, ἀκριβῶς, αὐτή ἡ ἀναγέννηση εἶναι ἡ
μετάνοια.
Θυμάστε,
ὁ Νικόδημος, τί εἶπε τοῦ Χριστοῦ: «Καλά, γίνεται νά ξαναγεννηθεῖ ὁ
ἄνθρωπος; Τί θά γίνει, θά ξαναμπῶ στήν κοιλιά τῆς μητέρας μου, γίνονται
αὐτά τά πράγματα;» Καί τοῦ λέει ὁ Χριστός: «Δέν καταλαβαίνεις; εἶσαι καί
θεολόγος» -ἦταν καί μορφωμένος αὐτός, ἤξερε τί λέει ὁ νόμος- «δέν ἐννοῶ
αὐτό τό πράγμα, ἐννοῶ πνευματικά νά ἀναγεννηθεῖς»˙ καί γίνεται αὐτή ἡ
ἀναγέννηση δια ἐπιδημίας, μέ τήν ἔλευση, μέ τόν ἐρχομό τοῦ Παρακλήτου,
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δηλαδή. «Καί πάλι ἁγνείας καί παρθενίας παλάτιον ἡ
ψυχή γίνεται»˙ καί πάλι ἡ ψυχή γίνεται ἕνα παλάτι ἁγνότητας καί
παρθενίας.
Ἔτσι,
κανένας δέν μπορεῖ, δέ δικαιολογεῖται νά στενοχωριέται, νά λέει «τά
’χασα, πῆγε χαμένη ὅλη μου ἡ ζωή, ἡ ψυχή μου, ἡ ἁγνότητά μου»˙ ὅλα
μπορεῖς νά τά βρεῖς, νά τά ξαναέχεις καί ἀκόμη πιό λαμπρά, ἀπό πρίν,
γιατί ὁ Θεός τά δίνει ὅταν μετανοοῦμε.
Ἡ ὑπακοή ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση
Ἡ
ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου ὅμως, δέν μπορεῖ νά γίνει πραγματικότητα, ἐάν
δέν ὑποταγεῖ ὁ ἄνθρωπος σέ πνευματικούς πατέρες, πού θά τόν θεραπεύσουν
«ἐν Χριστῷ». «Τό μή ὑποταγεῖναι, ἐν πατρί πνευματικῶ», τό νά μήν
ὑποταχθεῖ κανείς σ’ ἕναν πνευματικό πατέρα, κατά μίμηση τοῦ Χριστοῦ
-ὅποιος κάνει ὑπακοή μιμεῖται τό Χριστό- γιατί αὐτός ἔγινε ὑπήκοος μέχρι
θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ ˙ «ἰσοδυναμεῖ μέ τό μή γεννηθεῖν ἄνωθεν».
Λένε
οἱ ἅγιοι πατέρες χαρακτηριστικά, ὅτι ἐπειδή χάσαμε τόν παράδεισο -πῶς
τόν χάσαμε; Ἐξαιτίας τῆς παρακοῆς. Ἄν θέλουμε νά τόν ξανακερδίσουμε, θά
τόν ξανακερδίσουμε μόνο μέσα ἀπό τήν ὑπακοή, δηλαδή ἀπό τόν ἀντίστροφο
δρόμο. Ἔχασες τό δρόμο; Φεύγεις πίσω, δέ θά πᾶς ἀπό ἄλλο δρόμο, ἀπό τόν
ἴδιο δρόμο πού λοξοδρόμησες θά πᾶς. Τόν ἔχασες διά τῆς παρακοῆς; Ὅλοι
τόν χάσαμε ἔτσι, ἡ Εὕα καί ὁ Ἀδάμ…, ε, πάλι θά τόν ξανακερδίσουμε, λένε
οἱ πατέρες, μέ τήν ὑπακοή. Ἄν δέν ἔχεις ὑπακοή, δέν μπορεῖς νά μπεῖς
στόν παράδεισο. «Τό μή ὑποταγεῖν ἀνδρί πνευματικῶ», πού εἶναι μίμηση
Χριστοῦ, πού ἔκανε ὑπακοή μέχρι θανάτου καί μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου,
«ἰσοδυναμεῖ μέ τό μή γεννηθεῖν ἄνωθεν». Ἄν δέν κάνεις ὑπακοή, δέν
μπορεῖς νά «γεννηθεῖς ἄνωθεν» καί εἴπαμε τί σημαίνει αὐτό. «Ἄν δέν
γεννηθεῖς ἄνωθεν», εἶπε ὁ Χριστός, δέν μπορεῖς νά μπεῖς στόν παράδεισο
μετά, δέν μπορεῖς νά μπεῖς στή Βασιλεία γιατί αὐτή ἡ γέννηση «ἐξ
ὑποταγῆς πατέρων πνευματικῶν γίνεσθαι, πέφυκε».
Τί
λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος; «Τεκνία μου, οὖς ὀδύνω, μέχρις οὔ, μορφωθεῖ
Χριστός ἐν ὑμίν». Παιδάκια μου, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στά πνευματικά
του παιδιά, πού ἔχω ὀδύνες -ξέρετε τί θά πεῖ, εἶναι οἱ πόνοι τοῦ
τοκετοῦ- πονάω, γιατί σᾶς γεννάω πνευματικά καί πονάω μέχρι νά
γεννηθεῖτε καί μέχρι νά μορφωθεῖ ὁ Χριστός μέσα σας. Δέν ξέρετε τί ἀγώνα
κάνει ὁ πνευματικός γιά νά βοηθήσει τόν ἐξομολογούμενο νά μπεῖ στό
δρόμο τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ νά μήν τό καταλαβαίνετε, ἀλλά ἐκεῖνος ξέρει τί
τραβάει.
Μοῦ
’λεγε ἕνας πνευματικός στό Ἅγιο Ὅρος, πολύ καλός -μαζί μέ τόν πατέρα
Παϊσιο ἦταν αὐτός- καί στό Ἅγιο Ὅρος τόν λένε ὁ πνευματικός τῶν
πνευματικῶν, δηλαδή ἐξομολογεῖ τούς ἄλλους πνευματικούς, γιατί καί οἱ
πνευματικοί ἐξομολογοῦνται. Μή νομίζετε ὅτι οἱ πνευματικοί δέν
ἐξομολογοῦνται˙ ὅπως ἔλεγε ἕνα μικρό παιδάκι στή μαμά του: «Μαμά πότε θά
γίνω παπάς γιά νά μήν ξομολογιέμαι;» Ἅμα γίνεις παπάς, θέλει πιό πολύ
νά ξομολογιέσαι, γιατί θέλει πολύ καθαρός νά εἶσαι. Ε, λοιπόν, αὐτός ὁ
πνευματικός ὁ πολύ καλός, μοῦ ἔλεγε: «Πάτερ, ὅταν μου λένε θέλω νά
ἐξομολογηθῶ» -κάποιος ἄνθρωπος, τοῦ ζητάει νά ἐξομολογηθεῖ- «εἶναι σάν
νά μοῦ λένε θέλω νά σέ σφάξω». Τόσο τό ἔνιωθε μέσα του ὁ ἄνθρωπος, αὐτό
τό πράγμα, γιατί εἶναι τό δυσκολότερο ἔργο. Ἔτσι, φαίνεται ὅτι κάνει τήν
«εὐχή» καί ἀκούει, δέν ἀκούει μόνο, ἀλλά δέχεται καί τόν πειρασμό καί
τόν πόλεμο τοῦ πονηροῦ, δέχεται καί τόν πόλεμο καί ἀπό τόν ἴδιο τόν
ἐξομολογούμενο μερικές φορές. Ὁ διάβολος ξεσηκώνει τόν ἐξομολογούμενο
ἐναντίον τοῦ πνευματικοῦ, γιατί δέν τοῦ ἀρέσει καθόλου (τοῦ διαβόλου),
αὐτό πού γίνεται. Χάνει τούς ὑποτακτικούς του.
Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπό τά πάθη = ἡ ἀληθινή μετάνοια
Πολλές
φορές, ὅμως, τά ἐλεεινά πάθη τῆς ψυχῆς δέν θεραπεύονται ἀμέσως μετά τήν
ἐξομολόγηση. Παίρνουν μέν τήν ἄφεση, τή συγχώρηση -κάθε φορᾶ πού
ἐξομολογούμαστε ὁ πνευματικός μας διαβάζει τή συγχωρητική εὐχή- ἀλλά
αὐτό δέ σημαίνει ὅτι τά πάθη φεύγουν κι ὄλας κι ὅτι εἴμαστε πλέον
ἀπαθεῖς μετά τήν ἐξομολόγηση. Γι’ αὐτό βλέπει κανείς ὅτι πάλι…,
ξαναπέφτει πάλι, ξαναθυμώνει ἤ ξανακατακρίνει, ἄν δέν προσέξει. Πολλές
φορές, λοιπόν, δέν θεραπεύονται τά ἐλεεινά πάθη τῆς ψυχῆς ἀμέσως. Χρειάζεται πολύς ἀγώνας καί μεγάλη ἄσκηση προκειμένου ἡ ψυχή νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά πάθη της
καί οὐσιαστικά ἡ συγχώρηση, λένε οἱ πατέρες, δέν εἶναι ἁπλῶς μία τυπική
ἐξομολόγηση, ὅπως «πᾶμε νά ψωνίσουμε -εἶναι κοντά καί ὁ πνευματικός- ἄς
περάσουμε νά πάρουμε καί μία εὐχή». Πραγματική συγχώρηση, λένε οἱ
πατέρες, σημαίνει, ὅτι πλέον ὁ ἄνθρωπος θεραπεύεται ἀπό τά πάθη, γιατί
τότε εἶναι καί ἡ πραγματική καί ἡ ὁλοκληρωμένη καί ἡ τέλεια μετάνοια.
Γιά
νά μήν ἐλευθερώνεσαι ἀπό τά πάθη, σημαίνει, ὅτι δέν τά ἔχεις ἀκόμη
μισήσει τελείως μέσα σου. Ἔχεις ἀκόμα λίγο προσκόλληση καί ὑπάρχει
βέβαια κι ὁ πονηρός, ὑπάρχουν τά δικαιώματα τοῦ πονηροῦ, γιατί ὅσο
κανείς δουλεύει στόν πονηρό, ὅσο περισσότερο καί ὅσο μακροχρόνια, ὅσο
πιό πολύ δηλαδή χρόνο καί ὅσο πιό ἔντονα, τόσο καί ὁ πονηρός ἔχει
ἀποκτήσει δικαιώματα. Καί ναί μέν, ἐσύ διάβασες, ὅτι εἶναι πολύ καλό
πράμα νά μή θυμώνεις καί λές «ἀπό αὔριο δέ θά θυμώσω», ἀλλά δέν μπορεῖς
νά τό βάλεις μπροστά, νά τό κάνεις πράξη, γιατί δέ σ’ ἀφήνει καί ὁ
πονηρός. Σού λέει: «Ποῦ; δέ σ’ ἀφήνω ἐγώ, τόσα χρόνια μου δούλευες».
Πρέπει, λοιπόν, νά κάνεις καί ἀνάλογους κόπους, νά θλιβεῖς ἀνάλογα μέ
τήν ἡδονή πού εἶχες πάρει, ὅταν ἔκανες ὅλα αὐτά τά πάθη.
Τό τριμερές της ψυχῆς (λογιστικό-θυμικό-ἐπιθυμητικό) καί πώς θεραπεύεται σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά
Θά προσπαθήσουμε νά περιγράψουμε, πώς θεραπεύεται τό τριμερές της ψυχῆς. Οἱ πατέρες διακρίνουνε τρία μέρη στήν ψυχή -τό παίρνουν βέβαια ἀπό τούς ἀρχαίους- τό λογιστικό, τό θυμικό καί τό ἐπιθυμητικό (οἱ τρεῖς δυνάμεις τῆς ψυχῆς). Θά ποῦμε γενικά πράματα, γενικούς τρόπους θεραπείας.
Μέ
τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό, νοσεῖ κάθε δύναμη τῆς ψυχῆς.
Καί οἱ τρεῖς δυνάμεις˙ καί ἡ λογική μας-τό λογιστικό καί οἱ ἐπιθυμίες
καί ὁ θυμός εἶναι ἄρρωστα. Ὁλόκληρη ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἄρρωστη.
Χρειάζεται, λοιπόν, ἡ θεραπεία. Ἡ θεραπεία ἔγκειται στήν πνευματική
πτωχεία πού μακάρισε ὁ Θεός. «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν
ἐστι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Δέν μπορεῖς νά πᾶς στή Βασιλεία τῶν
Οὐρανῶν, ἄν δέν εἶσαι θεραπευμένος. Ἄν εἶσαι ἄρρωστος, δέν μπορεῖς νά
πᾶς στόν παράδεισο καί ἡ πνευματική αὐτή φτώχεια, πού εἶναι ἡ ταπείνωση
καί εἶναι ἡ τελειότητα, εἶναι αὐτή πού μᾶς βάζει στή Βασιλεία.
Λένε οἱ Πατέρες: «Φτωχεύσομεν οὔν καί ἠμεῖς». Ἄς πτωχεύσομεν λοιπόν καί μεῖς. Πῶς; «τό πνεῦμα ταπεινωθέντες», ταπεινώνοντας τό πνεῦμα, τήν ἰδέα ὅτι εἴμαστε κάτι -δέν εἴμαστε τίποτα- καί «τή σάρκα κακοπαθήσαντες».
Πρέπει νά ταπεινώσεις καί τό σῶμα, τό σαρκικό φρόνημα, ὄχι νά
σκοτώσουμε τό σῶμα, ἀλλά τήν ἄλογη ἀγάπη πού ἔχουμε στό σῶμα. Ποῦ
τρέμουμε μήπως ἀρρωστήσουμε, μήπως κουραστοῦμε…, αὐτά πρέπει νά τά
βάζεις στήν ἄκρη. Καί τρίτον, «τόν βίον ἀκτημονήσαντες». Ἡ Τρίτη φτώχεια, νά ἐπιδιώκεις νά ἔχεις ἀκτημοσύνη ὅσο γίνεται, νά μήν ἔχεις πολλά ὑλικά ἀγαθά.
Βλέπετε,
σήμερα, ὁ κόσμος κάνει τό ἀντίθετο. Λέει νά ἔχεις καί ὅσο πιό πολλά
ἔχεις, ἄρα εἶσαι καί πιό εὐτυχισμένος. Ε, δέν εἶσαι. Ρωτῆστε αὐτούς πού
ἔχουνε τά πολλά νά σᾶς ποῦνε τί δυστυχία ἔχουνε, τί ἄγχος ἔχουνε, μή
τούς τά πάρουνε, μή χαλάσουνε, μή, μή, μή, ἕνα σωρό πράγματα. Δέν εἶναι
εὐτυχία στό νά ἔχεις.
Γιά
νά γίνουμε, λοιπόν, κληρονόμοι τῆς Βασιλείας, χρειάζονται αὐτές οἱ
τρεῖς φτώχειες: «Φτωχεία τῷ πνεύματι», ταπεινό φρόνημα, «καί στό σῶμα
μία κακοπάθεια», ἡ ὁποία ταπεινώνει τό σῶμα, τή σάρκα, «καί ἀκτημοσύνη»,
ὅσο γίνεται, στή ζωή, στό βίο. Νά ἔχεις ἁπλά πράγματα. Ἔλεγε ὁ πατήρ
Παΐσιος: «καί ἕνα σφουγγαράκι νά ἔχεις παραπάνω, περιττό, σού κλέβει τό
λογισμό», σού παίρνει τό λογισμό ἀπό κεῖ πού πρέπει νά εἶναι, δήλ. στό
Θεό.
Τό λογιστικό, πού μαίνονται τά πάθη τῆς φιλοδοξίας, θά τό θεραπεύσουμε μέ τήν ταπείνωση.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φιλόδοξος καί αὐτό τό πάθος κυριαρχεῖ στό λογιστικό
της ψυχῆς. Γιά νά τό θεραπεύσεις αὐτό τό πάθος, πρέπει, ὅπως λένε οἱ
ἅγιοι, νά ἐπιλέξουμε τήν ταπείνωση, νά γίνουμε ταπεινοί, νά μήν
ἐπιδιώκουμε τή δόξα τοῦ κόσμου, νά μή μᾶς τρώει αὐτό τό «τί θά πεῖ ὁ
κόσμος, πῶς θά φανῶ ἀρεστή, πῶς θά κάνω καλή ἐντύπωση, τώρα τί λένε γιά
μένα, τί γνώμη ἔχουνε, τί κυκλοφορεῖ;» Νά μή μᾶς νοιάζουν αὐτά, ἀλλά νά
γίνουμε ταπεινοί καί ἄν μᾶς ποῦνε καί κάτι ὑποτιμητικό, νά ποῦμε: «καί
λίγα μας εἴπανε, πού νά ξέρανε καί τί ἄλλο ἔχω κάνει, θά λέγαν καί
χειρότερα».
Τό ἐπιθυμητικό, ὅπου μαίνονται τά πάθη τῆς φιλοκτημοσύνης καί τῆς φιλαργυρίας θά τό θεραπεύσουμε μέ τήν ἀκτημοσύνη.
Ὁ ἄνθρωπος ἐπιθυμεῖ νά ἔχει, νά ἔχει χρήματα, νά ἔχει ὅλα αὐτά τά ὑλικά
ἀγαθά, πού σήμερα τά ἔχουμε κάνει ἀντικείμενο λατρείας˙ ἡ τεχνολογία-ὁ
σύγχρονος Θεός. Ὅλα αὐτά πρέπει νά τά βάζουμε στήν ἄκρη, νά τά πολεμᾶμε
μέ τήν ἀκτημοσύνη, νά ἐπιδιώκει ὁ ἄνθρωπος νά μήν ἔχει πολλά πράγματα.
Καί τέλος τό θυμικό, ὅπου μαίνονται τά πάθη τῆς σάρκας, θά τό θεραπεύσουμε μέ τήν ἄσκηση καί τήν ἐγκράτεια.
Ὅταν κανείς κάνει ἄσκηση, κάνει ἐγκράτεια καί στήν τροφή καί στόν ὕπνο
καί στήν ξεκούραση, σέ ὅλη αὐτή τήν ἄνεση, στήν καλοπέραση, τότε μπορεῖ
νά θεραπεύσει τό θυμικό του.
Περί ἡσυχίας
«Συνεργοί
δέ πρός τήν τούτων ἴασιν διαφερόντος καί ἡ ἀναχώρησις καί τό κατά μόνας
πολιτεύεσθαι…». Λένε πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅτι γιά νά τά καταφέρεις
ὅλα αὐτά, χρειάζεται νά πάρεις καί κάποιες ἄλλες, βοηθητικές, θά λέγαμε,
ἀρετές. Καί λέει ἐδῶ, πολύ βοηθάει τό νά φεύγει ὁ ἄνθρωπος, ἡ
ἀναχώρηση. Θά πεῖτε αὐτό γίνεται κυρίως στούς μοναχούς πού φεύγουν ἀπό
τόν κόσμο καί εἶναι μόνοι τους. Ἀλλά σ’ ἕνα βαθμό πρέπει νά γίνεται καί
ἀπό τούς κοσμικούς, νά βρίσκουνε τρόπους καί ὧρες πού νά ἡσυχάζουν, νά
φεύγουν ἀπ’ ὅλους καί ἀπ’ ὅλα. Νά ποῦνε: «Αὐτή τήν ὥρα θά τήν ἔχω μόνο
γιά τό Χριστό». Μά θά εἶναι δέκα λεπτά τό εἰκοσιτετράωρο -δέν μπορεῖς
δέκα λεπτά νά τά βρεῖς; Νά τά βρεῖς. Κάποια στιγμή τό εἰκοσιτετράωρο,
δέκα λεπτά νά τά βρεῖς καί θά πᾶς στήν ἔρημό σου, στή δική σου ἔρημο…,
νά ἔχεις μία ἔρημο. Μπορεῖ νά εἶναι τό δωμάτιό σου αὐτή ἡ ἔρημος, ἀλλά
ἐκεῖ θά πεῖς: «Θά εἶμαι μόνο γιά τό Χριστό». Θά κλείσεις καί τό τηλέφωνο
καί τήν πόρτα σου καί δέν ξέρω καί ἐγώ τί ἄλλο καί ἄς φωνάζουν καί τά
παιδιά. Θά πεῖς: «Δέ θά κάνω τίποτα ἄλλο, θά προσευχηθῶ, θά βρῶ τόν
ἑαυτό μου». Αὐτή, λοιπόν, ἡ ἡσυχία, εἶναι πολύ βοηθητική στό νά δεῖ
κανείς μέσα του. Γί αὐτό λέει ὁ Μέγας Βασίλειος: «Εἶναι ἀρχή κάθαρσης». Θές νά καθαρίσεις τήν ψυχή σου; Πρέπει νά ἡσυχάσεις.
Γιατί, πώς θά τήν καθαρίσεις, ἄν δέ βρεῖς τά σκουπίδια καί πώς θά τά
βρεῖς, ἄν δέ δεῖς μέσα σου καί πώς θά δεῖς μέσα σου, ἄν δέν ἔχεις μία
ἡσυχία. Γιατί, ὅταν ἔχουμε ἐξωτερικές ἀφορμές περισπασμοῦ, οἱ αἰσθήσεις
μας καί ὁ νοῦς μας ἀκόμα, διαχέονται πρός αὐτά. Βλέπεις, ἀκούεις
διάφορα, δέ βλέπεις μέσα σου, βλέπεις ἔξω ἀπό σένα, ἑπομένως δέν μπορεῖς
νά βρεῖς τά σκουπίδια καί τά μπάζα καί τίς ἁμαρτίες μέσα σου, πολύ
περισσότερο δέν μπορεῖς νά τά βγάλεις, νά καθαριστεῖς ἀπ’ αὐτά. Γι’ αὐτό
βοηθάει πολύ ἡ ἡσυχία.
Περί ταπείνωσης
Καί
γιά τά πάθη τῆς σάρκας, «οὐδέν ἕτερον ἰᾶται ἤ κακοπάθεια σώματος καί
προσευχή». Καί εἰδικά γιά τά πάθη τῆς σάρκας, λένε οἱ Πατέρες, τίποτα
δέν τά θεραπεύει πιό ἀποτελεσματικά, ἀπό τήν κακοπάθεια τοῦ σώματος καί
ἀπό τήν προσευχή «ἐκ τεταπεινωμένης καρδίας». Δέν ἀρκεῖ μόνο ἡ
νηστεία, οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία˙ πρέπει συγχρόνως νά ὑπάρχει καί ἡ
προσευχή, ἡ ταπεινή προσευχή, γιατί ἐκεῖνο πού κατεξοχήν καίει τό
δαίμονα, εἶναι ἡ ταπείνωση. Νηστεία; Αὐτός δέν τρώει ποτέ.
Ἀγρυπνία; Αὐτός δέν κοιμᾶται ποτέ. Δέν μποροῦμε νά τόν ξεπεράσουμε. Ἐκεῖ
πού τόν ξεπερνᾶμε, τόν νικᾶμε, εἶναι στήν ταπείνωση. Γιατί αὐτός δέν
μπορεῖ νά ταπεινωθεῖ, γιά τήν ἀκρίβεια δέ θέλει. Ἔχει τόσο τεράστιο
ἐγωισμό, πού δέ θέλει νά ταπεινωθεῖ κι ἐκεῖ τόν νικᾶμε τό διάβολο.
Περί σωματικῆς κακοπάθειας
Ἀλλά
γιά νά ἔχεις ταπείνωση χρειάζεται καί ἐγκράτεια, χρειάζεται καί
κακοπάθεια. Ἕνα σῶμα πού εἶναι καλοταϊσμένο, καλοκοιμισμένο, μετά σου
φέρνει καί λογισμούς ὑπερηφάνειας. Σκεφτεῖτε τόν ἑαυτό σας, ὅταν εἶστε
ἄρρωστοι. Δέν ἔχετε μέσα σας καί ταπεινούς λογισμούς; Ἔτσι συμμαζεύεται
κανείς στόν ἑαυτό του, ἐνῶ ὅταν ἔχει καλοφάει, ἔχει καλοπιεῖ, ἔχει
ξεκουραστεῖ, μετά σου ’ρχονται καί λογισμοί νά φέρεις τόν κόσμο ἄνω –
κάτω. Γιατί, τό λένε οἱ Πατέρες, ὅτι «ἡ κατάσταση τοῦ σώματος ἐπηρεάζει
τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς».
Ἀλλιῶς
νιώθει, λένε χαρακτηριστικά οἱ πατέρες, αὐτός πού κάθεται πάνω σ’ ἕνα
θρόνο χρυσό κι ἀλλιῶς νιώθει αὐτός πού κάθεται πάνω στήν κοπριά. Ὁ Ἰώβ ὁ
καημένος ἦταν ἄρρωστος, πάνω στήν κοπριά, ταπεινωμένος, εἶχε καί τή
γυναίκα του ἀπό δίπλα πού τοῦ ’λεγε νά βλαστημήσει τό Θεό καί ἤτανε σέ
μία κατάσταση πολύ ταπεινή˙ καί ἀλλιῶς νιώθει ἕνας πού κάθεται πάνω στό
θρόνο, ἀλλιῶς νιώθει, ἔχει περήφανους λογισμούς. Ἀλλιῶς κάθεται μία
κυρία στή Ρόλς Ρόυς, μέ τά χρυσά της καί ἀλλιῶς ἐσύ πού πᾶς μές στή
ζέστη, μέ τά πόδια.
Ἐπηρεάζει
ἡ κατάσταση ἡ σωματική τήν ψυχική καί ἀνάποδα˙ καί ἡ ψυχική τή
σωματική, γιατί εἴμαστε «ἑνιαῖος, ὅλο ὁ ἄνθρωπος, ψυχοσωματικό». Γι’
αὐτό, εἶναι ἕνα πολύ καλό, ἐντός εἰσαγωγικῶν, κόλπο; νά ἀρχίζεις ἀπό τά
σωματικά. Αὐτό λένε καί οἱ πατέρες: «Θές νά σού κάνει ὁ Θεός μία
χάρη, ἕνα θέλημα; Θά κάνεις ἕνα σωματικό κόπο, γιατί ὁ σωματικός κόπος
ταπεινώνει τήν ψυχή καί ὅταν ταπεινωθεῖ ἡ ψυχή, ἔρχεται ἡ χάρις τοῦ
Θεοῦ». Λέει κάποιος: «Εἶναι τό παιδί μου ἄρρωστο, τί νά κάνω τώρα;
Τί νά κάνω; Νά κάνω προσευχή». Ναί, ἀλλά πῶς νά τήν κάνεις τήν προσευχή;
Ξαπλωτή; Θά πάρεις καί… τί νά πῶ; Καί τό ποτό σου καί τόν καφέ σου ἀπό
δίπλα; Καί θά κάνεις καί κομποσχοίνι; Ὄχι, θά κάνεις καί λίγο κόπο
σωματικό. Θά σταθεῖς, ξέρω γῶ, δέκα λεπτά, ὄρθια, καί θά κάνεις ἔτσι
προσευχή, ἔμπονη προσευχή δήλ., ἡ ὁποία ἀκριβῶς ἔχει ταπείνωση καί τότε
ἔρχεται ἡ Χάρις.
«Τό κατά Θεόν πένθος»
Ἡ βίωση αὐτῆς τῆς τριπλῆς φτώχειας, γεννάει τό «κατά Θεόν πένθος»,
πού συνδέεται μέ τήν προσήκουσα παράκληση: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι
αὐτοί παρακληθήσονται». Ὅταν κανείς ἔχει αὐτή τήν τριπλῆ φτώχεια, στό
φρόνημα, στήν ἄρνηση τή σωματική καί στά ὑλικά ἀγαθά, ἔρχεται τό πένθος,
τό «κατά Θεόν πένθος», τό ὁποῖο μετά δίνει παράκληση στόν ἄνθρωπο,
δίνει παρηγοριά. Εἶναι αὐτό πού λέμε στήν Ὀρθοδοξία χαρμολύπη. Βιώνει, ὁ
ἄνθρωπος, λύπη καί χαρά μαζί.
Θά
πεῖς: «Γίνονται αὐτά τά πράγματα;» Γίνονται, ἀλλά ὅταν κανείς ἔχει
«κατά Θεόν πένθος», γιατί ὑπάρχει καί δαιμονικό πένθος. Δηλ. μπορεῖ νά
κλαίει ὁ ἄλλος καί νά κλαίει ἀπό ἐγωισμό πληγωμένο καί αὐτό νά τοῦ
φέρνει ὄχι χαρά, ἀλλά ἀπελπισία. Αὐτά εἶναι τοῦ δαίμονα…, ὅλα… καί
πρέπει νά σταματήσει καί τό κλάμα καί ὅλα. Δέν εἶναι ἀρεστά στό Θεό αὐτά
καί νά ἐπιλέξει τό ἄλλο πένθος, τό «κατά Θεόν πένθος», τό ὁποῖο φέρνει συντριβή, φέρνει μετάνοια.
Εἶναι
ἡ λύπη ἡ «κατά Θεόν», πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἡ ὁποία μετάνοια
ἀμεταμέλητον κατεργάζεται», ἡ ὁποία μᾶς δίνει μία μετάνοια, πού ὁδηγεῖ
στή χαρά. Γι’ αὐτήν τή θλίψη, πλέον δέ μετανιώνει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά
χαίρεται καί εὐχαριστεῖ τό Θεό πού τόν ὁδήγησε σ’ αὐτήν.
Διότι
ἀκριβῶς αὐτό κάνει ὁ Θεός, ὅταν δέν παίρνουμε ἀπό λόγια. Ὅπως τό κακό
παιδί, ὅταν δέν παίρνει ἀπό λόγια, τοῦ δίνει ὁ μπαμπάς καί ἡ μαμά ἀπό
καμία σφαλιαρίτσα, γιά νά συνέλθει, ἔτσι καί ὁ Θεός μᾶς δίνει τέτοιες
καλές, ἄς ποῦμε, θλίψεις, ἀπό ἀγάπη, γιά νά ταπεινωθοῦμε, ἔστω καί
ἀκούσια. Καί ὅταν ταπεινωθεῖς καί τό δεχτεῖς, μετά ἔρχεται ἡ Χάρις πού ὁ
ἄνθρωπος βρίσκει τό Θεό. Τό πένθος γεννάει τά δάκρυα, τά ὁποῖα δάκρυα εἶναι αὐτά πού καθαρίζουν τήν ψυχή. Ἡ ἀξία τοῦ πένθους γιά τήν κάθαρση τοῦ νοός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάρα πολύ μεγάλη.
Ἡ σωματική πτώχεια, ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά, συντρίβει τήν καρδιά.
Σωματική πτώχεια, δήλ. ν’ ἀγαπήσουμε τήν ἄσκηση, τήν ἐγκράτεια, τή
σωματική κακοπάθεια. «Συντρίβει καρδίαν, ἡ τριμερής ἐγκράτεια ὕπνου,
τροφῆς καί σωματικῆς ἄνεσης». Ἕνας ἄνθρωπος, δηλ., ποῦ κάνει αὐτή τήν
ἄσκηση, τή νηστεία, τήν ἀγρυπνία, περιορίζει τή σωματική ἄνεση, αὐτός
ἀποκτάει αὐτό πού λέει ὁ Δαυίδ: «καρδίαν συντετριμμένην καί
τεταπεινωμένην», τήν ὁποία ὁ Θεός «οὐκ ἐξουδενώσει». Ὁ Θεός αὐτή τήν
καρδιά ἀποκλείεται νά τήν πετάξει, νά τήν ἀφήσει χωρίς ν’ ἀπαντήσει στό
αἴτημά της. «Ἀπαλλαγεῖσα δέ ψυχή, διά τῆς συντριβῆς ταύτης, κακίας καί
πικρίας, ἀντιλαμβάνει πάντας τήν πνευματικήν θυμηδίαν». Καί ὅταν ἡ ψυχή,
μ’ αὐτή τήν συντριβή, ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν κακία καί τήν πίκρα, ὅταν
συντρίβεται ἡ ψυχή, καθαρίζεται. Τότε, στή θέση τῆς θλίψης, ἔρχεται ἡ
πνευματική θυμηδία, ἡ πνευματική χαρά.
Ἡ αὐτομεμψία, ἐπίσης, πού παίζει μεγάλο ρόλο στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, γεννιέται ἀπ’ αὐτή τήν ταπείνωση καί τό σωματικό πένθος.
Αὐτομεμψία ξέρετε τί θά πεῖ: νά κατηγορεῖ κανείς τόν ἑαυτό του. Καί
αὐτή, ἀκόμα, ἡ κατάσταση γεννιέται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει αὐτή τήν
ταπείνωση καί τό πένθος τό σωματικό. Δέν μπορεῖ, δήλ., νά κατηγορεῖς τόν
ἑαυτό σου -τό ὁποῖο τό λένε οἱ πατέρες, εἶναι πολύ σπουδαῖο φάρμακο-
καί ἀπό τήν ἄλλη νά καλοπερνᾶς. Δέν σού πάει. Ἕνας καλοζωισμένος
ἄνθρωπος τά ρίχνει ὅλα στούς ἄλλους. «Ἐκεῖνος φταίει, ἐκείνη φταίει, μ’
ἔκανε καί θύμωσα». Ὅλο οἱ ἄλλοι φταῖνε, ποτέ δέ φταῖμε ἐμεῖς. Ἕνας
ἄνθρωπος πού ἀσκεῖται, πού πάει κόντρα στίς σαρκικές του ὀρέξεις -στίς
νόμιμες- στό φαγητό, στόν ὕπνο καί ὅλα αὐτά καί τίς κόβει γιά χάρη τοῦ
Χριστοῦ, αὐτός εἶναι ἕτοιμος νά κατηγορήσει τόν ἑαυτό του, νά τά ρίξει
στόν ἑαυτό του, νά πεῖ «ἐγώ φταίω» – πού εἶναι καί ἡ ἀλήθεια. Ποτέ δέ
φταίει ὁ ἄλλος, ἐμεῖς φταῖμε γιά ὅλα. Δέν μπορεῖ νά σέ κάνει ὁ ἄλλος νά
θυμώσεις, μόνοι μας θυμώνουμε. «Ἔνδον ἔχει τόν ἐλάβαντα», λένε οἱ
πατέρες. «Ἐλάβαν» εἶναι αὐτός ὁ ὁποῖος μᾶς ἐξωθεῖ στήν ἁμαρτία, ὁ
διάβολος δηλαδή. Μέσα μας, λέει, τόν ἔχουμε αὐτόν, δέν εἶναι ἀπέξω. Ὁ
ἀπέξω ἁπλῶς τί κάνει; Σού δίνει μία ἀφορμή γιά νά δεῖς τό πάθος σου, πού
ἔχεις κρυμμένο μέσα σου.
Ἡ ὑλική φτώχεια, πού ἐκφράζεται μέ τήν ἀκτημοσύνη, ἡ ὁποία εἶναι συνημμένη μέ τήν πτωχεία τοῦ πνεύματος, καθαρίζει τόν νοῦ,
γιατί ὅταν ἔχεις λίγα πράγματα ν’ ἀσχοληθεῖς, ὑλικά, ἔχεις λίγο
περισπασμό. Ὅσο πιό πολλά ἔχεις, τόσο πιό πολύ περισπασμό ἔχεις, τόσο
πιό πολύ δήλ. ὁ νοῦς σου εἶναι εὐάλωτος, πάει σέ πράγματα πού δέν πρέπει
νά πηγαίνει.
«Ὅταν
ὁ νοῦς ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά αἰσθητά», λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
«καί ἀνέλθει πάνω ἀπό τόν κατακλυσμό τῆς τύρβης, τῶν γήινων καί στραφεῖ
στόν ἑαυτό του, τότε βλέπει τό προσγεγενημένον εἰδεχθές προσωπεῖον ἐκ
τῆς κάτω περιπλανήσεως». Τότε βλέπει, λέει, μία μάσκα πού φοράει ὁ
ἄνθρωπος, ἡ ὁποία δημιουργεῖται ἀπό τήν περιπλάνηση τοῦ ἀνθρώπου στά
γήινα, στά ὑλικά πράγματα.
Ὅταν
κανείς, λοιπόν, ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά ὑλικά, τότε πραγματικά βλέπει τή
μάσκα του, γιατί δυστυχῶς οἱ ἄνθρωποι δέν εἴμαστε πρόσωπα, ὅταν δέν
ἔχουμε καθαριστεῖ, ἀλλά ἔχουμε τά πάθη μας, εἴμαστε προσωπεῖα, δήλ.
μάσκες. Φορᾶμε ὅλοι μία μάσκα καί κυκλοφοροῦμε καί δέν τό καταλαβαίνουμε
κιόλας.
Ὅταν
κανείς ἀρχίζει νά καθαρίζεται, τότε βλέπει τή μάσκα του καί μπορεῖ καί
νά τή βγάλει, γιατί ,πολύ ἁπλά, τί σέ νοιάζει; Νά ἔχει ὁ ἄλλος καλή
ἰδέα. Μέσα σου ἔχεις ὅλα τά θηρία τῆς γης καί τῆς κολάσεως, ὅλα τά πάθη
δήλ., μή τό μάθει ὁ ἄλλος, αὐτό μας πειράζει, ἡ μάσκα μας νά εἶναι καλή.
Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος πιάσει νά κάνει δουλειά στόν ἑαυτό του καί νά
βγάλει τά πάθη του, τότε βλέπει ὅλο τό εἰδεχθές προσωπεῖο, αὐτή τήν
ἄσχημη μάσκα πού φοροῦσε τή μισεῖ καί εἶναι στόν καλό δρόμο γιά νά γίνει
πρόσωπο ἀπό προσωπεῖο. Τότε προσπαθεῖ μέ τό πένθος, μέ τά δάκρυα, μέ τή
μετάνοια, νά ξεπλύνει τήν ψυχή του καί νά βγάλει αὐτή τή μάσκα καί ἔτσι
πετυχαίνεται ἡ κάθαρση τοῦ νοῦ καί ἀπολαμβάνει τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν. Τότε ἔρχεται ἡ εἰρήνη μέσα στόν ἄνθρωπο.
Βλέπετε,
σήμερα οἱ ἄνθρωποι σου λένε: «Ἔχω ἄγχος». Ἔχουνε ταραχή, ἔχουνε
ἀρρώστια, γιατί ἀκριβῶς ἔχουνε τόν πονηρό μέσα τους. Θά πεῖτε: «εἶναι
δαιμονισμένοι;» Δέν εἶναι δαιμονισμένοι μέ τήν ἔννοια πού ξέρουμε, δήλ.
ὅτι κυριαρχεῖ ὁ δαίμονας καί τούς κάνει νά κάνουν ἀλλόκοτα πράγματα, ἄν
καί αὐτό γίνεται μερικές φορές, ἔστω καί στιγμιαία. Ἀλλά εἶναι
δαιμονισμένοι μέ τήν ἔννοια ὅτι ἔχουν ἐπήρεια δαιμονική. Κι ἐμεῖς
ἔχουμε, στό μέτρο πού ἀφηνόμαστε στά πάθη μας, ἀφηνόμαστε στούς πονηρούς
δαίμονες, ὅποτε μετά ἔχουμε καί ἄγχος, ἔχουμε ταραχή, ἐνῶ στό μέτρο πού
κανείς διώχνει τά πάθη, ἔρχεται ἡ εἰρήνη.
Ἡ εἰρήνη εἶναι καρπός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν
ἔρχεται οὔτε μέ διαδηλώσεις -ὁ κόσμος βγαίνει ἔξω καί λέει «εἰρήνη,
εἰρήνη»- οὔτε μέ πλακάτ, οὔτε μέ τό νά τό πεῖς. Λένε καί οἱ Ἑβραῖοι
«σαλώμ», ὅταν σέ χαιρετᾶνε. Σαλώμ θά πεῖ «εἰρήνη σέ σένα». Ἔρχεται ἡ
εἰρήνη ἅμα σου τό ποῦν; Ὄχι. Ἡ εἰρήνη θά ‘ρθεῖ μόνο ἅμα φύγει ἀπό μέσα ὁ
δημιουργός της ταραχῆς, πού εἶναι ὁ πονηρός, εἶναι τά πάθη, ἡ ἁμαρτία.
Ἅμα δέ φύγουν αὐτά, ὅσο καί νά κοπιάσεις, σ’ ὅλο τόν κόσμο νά
ταξιδέψεις, ὁτιδήποτε καί νά κάνεις, ὅλα τά χρήματα τοῦ κόσμου νά
μαζέψεις, εἰρήνη δέ θά βρεῖς.
Ὅταν
ὁ νοῦς γεύεται τή χρηστότητα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, τότε «ἄρχεται ἡ
χάρις, ὥσπερ ἐπί ζωγραφεῖν εἰς τό κατ’ εἰκόνα, τό καθ’ ὁμοίωσιν».
Ἀρχίζει, λέει, ἡ Χάρις, νά ζωγραφίζει μέσα στόν ἄνθρωπο, στήν ψυχή του,
πάνω στό κατ’ εἰκόνα τό καθ’ ὁμοίωση. Εἶναι πολύ ὡραία αὐτή ἡ
ἔκφραση. Δήλ. ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει, μέ τή Χάρη, νά μοιάζει στό Θεό. Καί
αὐτό τό κάνει ὁ Θεός πάλι. Ὁ ἄνθρωπος, ἁπλῶς θέλει, ἀφήνεται στό Χριστό
νά ἐργαστεῖ, ἀφήνει τή Χάρη, πού εἶναι ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ, νά
ζωγραφίσει μέσα τοῦ τό Χριστό. Γιατί τό ὁμοίωμά μας, τό πρότυπό μας,
εἶναι ὁ Χριστός. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ «κατ’ εἰκόνα» πλασμένοι καί «καθ’
ὁμοίωση» τοῦ Χριστοῦ. Στό μέτρο λοιπόν, πού ἀφηνόμαστε στό Χριστό,
γίνεται αὐτή ἡ ζωγραφική μέσα μας. Ἡ ὡραία αὐτή πράξη τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος.
Ἔλεγε ὁ πατήρ Παϊσιος: «Ἐγώ δέν ἔκανα τίποτα, ἄφησα ἁπλῶς τό Χριστό νά ἐργαστεῖ μέσα μου». Κι
ἐμεῖς δέ χρειάζεται νά κάνουμε κάτι, ἁπλῶς ν’ ἀφεθοῦμε στό Χριστό κι
ἐκεῖνος θά μᾶς φτιάξει ὅπως πρέπει νά γίνουμε. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται
πρόσωπο, ἀφοῦ ἡ βίωση τοῦ «καθ’ ὁμοίωση» μᾶς καθιστά πρόσωπα. Τότε γινόμαστε πρόσωπα, ὅταν μοιάζουμε στό Χριστό, πού εἶναι τό κατ’ ἐξοχήν, τό αὐθεντικό πρόσωπο.
Ἐδῶ
εἶναι πού λένε μερικοί: «Καλά, ἄν κάνω ὑπακοή, θά χάσω τό πρόσωπό μου,
τήν προσωπικότητά μου». Ἅμα κάνεις ὑπακοή, μιμεῖσαι τό Χριστό. Δήλ. ὁ
Χριστός ἔχασε τό πρόσωπό του ποῦ ἔκανε ὑπακοή; Κάθε ἄλλο. Τό αὐθεντικό
πρόσωπο, πού ἔκανε ὅλη του τή ζωή ὑπακοή, ὁ Χριστός, ἐσένα θά σέ κάνει
πραγματικό πρόσωπο, διά τῆς ὑπακοῆς.
Τό πένθος στήν ἀρχή εἶναι ὀδυνηρό, γιατί συνδέεται μέ τό φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἔχει μεγάλη ὠφέλεια. Στήν
ἀρχή ὁ ἄνθρωπος κοπιάζει, πονάει λίγο. Ὅταν σκέφτεσαι: «μήπως πάω στήν
κόλαση;» Φοβᾶσαι. Ἀλλά χρειάζεται νά περάσει ὁ ἄνθρωπος ἀπ’ αὐτόν τόν
ἀρχικό φόβο, γιά νά ξεκινήσει, ν’ ἀρχίσει νά ἐργάζεται πνευματικά. Αὐτός
ὁ φόβος, τῆς κολάσεως, εἶναι ἡ ἀρχή, τό ξεκίνημα γιά νά προχωρήσει
κανείς μετά στό δεύτερο φόβο, ὁ ὁποῖος πλέον εἶναι ἕνας γλυκός φόβος.
Εἶναι ὁ φόβος τῆς ἀγάπης, πού εἴχανε οἱ ἅγιοι, πού λέγανε: «Ἐγώ δέ φοβᾶμαι τό Θεό, ἀλλά ἀγαπάω τό Θεό».
Καί ἐκεῖνο πού φοβόντουσαν μόνο, ἦταν μή στενοχωρήσουν αὐτή τήν Ἀγάπη,
τή Σταυρωμένη Ἀγάπη, πού εἶναι ὁ Χριστός. Ὅσο χρονίζει ὁ φόβος αὐτός,
τόσο γεννιέται ἡ ἀγάπη στό Θεό καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται ὅμοιος μέ αὐτή τήν
Ἀγάπη καί ὅταν βιώσει βαθέως τό πένθος, τότε «τήν ἱερά καί γλυκερά
παράδοσιν καρποῦται τῆς τοῦ Παρακλήτου Χρηστότητος». Τότε ὁ ἄνθρωπος
καρπώνεται τήν παράκληση, τήν παρηγοριά δηλ. τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσο
συνεχίζει νά ζεῖ αὐτό τό πένθος.
Δέν
ξέρω ἄν σᾶς εἶχα πεῖ γιά ἕναν ταξιτζή. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος βίωνε αὐτό τό
πένθος καί τό ’βλεπες ὅτι εἶχε χαρά, γιατί ἔλεγε τήν «εὐχή» ἀσταμάτητα,
βίωνε αὐτή τήν κατάσταση καί ὅσο κανείς βιώνει τό κατά Θεόν πένθος, τόσο
βιώνει καί τή χαρά. Εἶναι αὐτό πού λέγαμε χαρμολύπη.
«Ἡ ἀρχή τοῦ κατά Θεόν πένθους οἰον τίς εἶναι Θεοῦ μνηστείας, ζήτησις», λένε οἱ Πατέρες. Δήλ.
ἡ ἀρχή τοῦ κατά Θεόν πένθους εἶναι σᾶ νά ζητᾶς νά κάνεις μνηστεία μέ τό
Θεό, νά τά φτιάξεις δήλ. θά λέγαμε μέ τό Θεό. Γιατί ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ
τί εἶναι; Εἶναι, λένε οἱ πατέρες, σάν ἕνας γάμος, πνευματικός γάμος μέ
τό Νυμφίο μας, πού εἶναι ὁ Χριστός καί Νύμφη εἶναι ἡ ψυχή τοῦ κάθε
ἀνθρώπου. Ὁ γάμος ἔχει καί μνηστεία, ἔχει καί ἀρραβώνα. Ὁ ἀρραβώνας
γίνεται ἐδῶ, σ’ αὐτή τή ζωή καί ἡ ἀρχή τοῦ ἀρραβώνα εἶναι τό πένθος.
Ἡ ἀρχή τοῦ ἀρραβώνα, τό νά ζητήσεις τόν ἀρραβώνα, νά ζητήσεις νά τά
φτιάξεις μέ τό Θεό δήλ., εἶναι ν’ ἀρχίσεις νά πενθεῖς γιά τίς ἁμαρτίες
σου, τό «κατά Θεόν πένθος», ἀρχίζεις νά μετανοεῖς δήλ. Καί ἐπειδή
φαίνεται ἀδύνατη ἡ μνηστεία μέ τό Θεό, γί αὐτό «οἱ ἐρασταί τοῦ Θεοῦ
κόπτονται καί προσεύχονται». Φαίνεται ἀδύνατο, πῶς ἐγώ νά τά φτιάξω μέ
τό Θεό, νά ἔχω τό Θεό δίπλα μου, νά ’χω σχέση προσωπική μέ τό Θεό, ὅπως
ἔχει, ἄς ποῦμε, ἕνας σύζυγος μέ τή σύζυγό του; Ναί, μπορεῖς, διότι ὁ
Θεός τό θέλει, ἀλλά ἐπειδή φαίνεται ἀδύνατο, οἱ ἅγιοι κλαῖνε,
προσεύχονται, ἀλλά ἔρχεται αὐτό τό πράγμα.
Τό
τέλος τοῦ πένθους εἶναι «ἡ τέλεια ἕνωσις τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό, ἐν
νυμφική ἁγνότητι, νυφική ἐν ἀγνοία συνάφεια τελεία».Αὐτό πού εἴπαμε, ὅτι
εἶναι πλέον ἕνας γάμος πνευματικός, τό τέλος τοῦ κατά Θεόν πένθους.
Γι’ αὐτό δέ σταματᾶνε οἱ ἅγιοι νά πενθοῦνε καί νά κλαῖνε γιά τίς
ἁμαρτίες τους, ἀκόμη καί ἄν φτάσουν σέ κορυφές ἁγιότητος καί
τελειότητος καί μᾶς τό λένε καί μᾶς νά τό κάνουμε. «Μή σταματᾶς νά ζητᾶς
ἔλεος καί συγχώρηση γιά τίς ἁμαρτίες σου», ἀκόμη κι ἄν φτάσεις σέ πολύ
μεγάλα πνευματικά ὕψη, γιατί αὐτό ἀκριβῶς τό πένθος, εἶναι πού
προφυλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν παλινδρόμηση, τήν ἐπιστροφή στά πάθη.
Ὅσο κανείς θυμᾶται καί συντρίβεται γιά τίς ἁμαρτίες του, τόσο δέν ἔχει
τό φόβο νά ξαναγυρίσει. Τά πάθη, λένε οἱ Πατέρες, εἶναι φιλεπίστροφα.
Ἑπομένως,
σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά, ἡ θεραπεία τοῦ τριμεροῦς της
ψυχῆς ἐπιτυγχάνεται μέ τήν τριμερῆ ἀντίστοιχη φτώχεια πού εἴπαμε:
φτώχεια στό φρόνημα, φτώχεια στό σῶμα καί φτώχεια στίς κτήσεις, στά
ὑλικά ἀγαθά πού ἔχει ὁ καθένας. Φτώχεια στό σῶμα, δήλ. ν’ ἀγαπήσουμε τήν
κακοπάθεια. Ἀπό τή φτώχεια γεννιέται τό πένθος, τό ὁποῖο ὕστερα ἀπό
πολλές ἐκφάνσεις ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ κοινωνία μέ τό Θεό. Μέ τό πένθος
συντρίβεται, καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος καί τελικά ἑνώνεται μέ τό Θεό.
Ἡ θεραπεία τοῦ τριμεροῦς της ψυχῆς σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἰωάννη τό Δαμασκηνό
Ὁ
ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἕνας ἄλλος μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας
μας, χωρίζει τήν ψυχή, πάλι, σέ τρεῖς δυνάμεις: στό λογιστικό, στό
θυμικό καί στό ἐπιθυμητικό καί μᾶς δίνει καί αὐτός φάρμακα γιά τό κάθε
ἕνα ἀπό τά τρία μέρη τῆς ψυχῆς.
Τοῦ
λογιστικοῦ ἁμαρτήματα εἶναι αὐτά: Ἀπιστία, αἵρεση, ἀφροσύνη, βλασφημία,
ἀχαριστία, καὶ οἱ συγκαταθέσεις τῶν ἁμαρτημάτων, οἱ ὁποῖες γίνονται ἀπὸ
τὸ παθητικὸ μέρος. Ἡ ἴαση καὶ ἡ θεραπεία αὐτῶν τῶν κακῶν, εἶναι ἡ
ἀδίστακτη πίστη στὸ Θεὸ καὶ τὰ ἀληθινὰ καὶ χωρὶς πλάνη ὀρθόδοξα δόγματα
τῆς εὐσέβειας, ἡ ἀδιάκοπη μελέτη τῶν λόγων τοῦ Πνεύματος, ἡ καθαρὴ καὶ
ἀδιάλειπτη προσευχή, καὶ ἡ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό.
Τὰ
ἁμαρτήματα τοῦ θυμικοῦ εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἡ ἀσπλαχνία, τὸ μίσος, ἡ
ἀσυμπάθεια, ἡ μνησικακία, ὁ φθόνος, ὁ φόνος καὶ ἡ συνεχὴς αὐτῶν καὶ τῶν
παρομοίων μελέτη. Ἡ ἴαση καὶ θεραπεία τους εἶναι ἡ φιλανθρωπία, ἡ ἀγάπη,
ἡ πραότητα, ἡ φιλαδελφία, ἡ συμπάθεια, ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ καλοσύνη.
Τοῦ ἐπιθυμητικοῦ τὰ ἁμαρτήματα
εἶναι τὰ ἑξῆς: Ἡ γαστριμαργία, ἡ λαιμαργία, ἡ οἰνοποσία, ἡ πορνεία, ἡ
μοιχεία, ἡ ἀκαθαρσία, ἡ ἀσελγεία, ἡ φιλοχρηματία, ἡ ἐπιθυμία τῆς κενῆς
δόξας, καὶ ἡ ἐπιθυμία χρυσοῦ καὶ πλούτου καὶ σαρκικῶν ἀπολαύσεων. Ἡ ἴαση
καὶ ἡ θεραπεία αὐτῶν εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἐγκράτεια, ἡ κακοπάθεια, ἡ
ἀκτημοσύνη, τὸ σκόρπισμα τῶν χρημάτων στοὺς φτωχούς, ἡ ἐπιθυμία τῶν
μελλόντων ἐκείνων ἀγαθῶν, ὁ πόθος τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐπιθυμία
τῆς θείας υἱοθεσίας»[1].
Ἡ θεραπεία καί ἴαση τοῦ λογιστικοῦ εἶναι ἡ ἀδίστακτη πίστη στό Θεό καί τά ἀληθινά καί ἀπλανῆ καί ὀρθόδοξα δόγματα τῆς εὐσεβείας.
Ἑπομένως, ἀπ’ αὐτό καί μόνο, καταλαβαίνουμε ὅτι πρέπει νά γνωρίζουμε τά
δόγματα. Θά πεῖς: «Πρέπει ἐγώ νά ξέρω; Θεολόγος εἶμαι, νά ξέρω τά
δόγματα τῆς Ἐκκλησίας;». Ἄν θέλεις νά θεραπεύσεις τήν ψυχή σου, πρέπει
νά τά ξέρεις, νά τά μάθεις, ἔστω τά στοιχειώδη.
Κάποτε
ἦταν μία κυρία ποῦ ἔλεγε: «Ὑπάρχει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν»; Καί τῆς
ἀπάντησε αὐτός ποῦ ρωτήθηκε: «Εἶσαι ὀρθόδοξη χριστιανή»; Λέει: «Εἶμαι».
Δέν τῆς εἶπε τίποτα ἄλλο. «Καλά», λέει, «δέ θά μοῦ πεῖτε»; Λέει: «Μοῦ
εἴπατε ὅτι εἶστε ὀρθόδοξη χριστιανή, ἄρα τήν ἔχετε τήν ἀπάντηση». «Ὄχι»,
λέει, «θέλω νά μοῦ πεῖτε, ὑπάρχει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;» Τῆς λέει:
«Ξέρεις τό Πιστεύω νά τό ποῦμε;» Τό εἴπανε μαζί, δέν τό ἤξερε. «Καλά»,
λέει, «δέ θά μοῦ ἀπαντήσετε; Ὑπάρχει ἀνάσταση τῶν νεκρῶν;» «Μά», λέει,
«τό εἶπες». Ἔτσι δέ λέμε; «Προσδοκῶ ἀνάσταση νεκρῶν».
Βλέπετε,
δήλ. δέν καταλαβαίνουμε καί τί λέμε…, ἀλλά ἀγνοοῦμε καί στοιχειώδη
πράγματα, στοιχειωδέστατα. Μετά πῶς θά καθαρίσεις τό νοῦ σου, πῶς θά
’χεις καθαρό λογισμό, ὅταν ὅλα αὐτά κυκλοφοροῦν μέσα σου καί τά ’χεις
μπερδεμένα, συγκεχυμένα, ὅταν δέν ἔχεις σωστή πίστη. Γι’ αὐτό εἶναι
σπουδαῖο κεφάλαιο, νά ἐνδιαφερθοῦμε, νά διαβάσουμε, νά ρωτήσουμε, νά μάθουμε τί πιστεύουμε.
Ἀκοῦμε
ὁ ἄλλος νά λέει: «Ὁ πάπας εἶναι χριστιανός, δέν εἶναι; Χριστιανός
εἶναι». Ὁ ἄλλος λέει: «Μήπως καί δέν εἶναι, μήπως εἶναι αἱρετικός». Ὁ
ἄλλος λέει: «Εἶναι αἱρετικός» καί δέν ξέρουν ὅτι ὁ πάπας ἔχει μαζέψει
ὅλες τίς αἱρέσεις, ὅλες οἱ αἱρέσεις εἶναι μαζεμένες ἐκεῖ, στόν παπισμό. Ἤ
«οἱ ἄλλοι», σού λέει, «εἶναι Εὐαγγελικοί, εἶναι Προτεστάντες, εἶναι
Πεντηκοστιανοί, τί εἶναι αὐτοί; Ἀλλά κάνουν καλά πράγματα, κάνουν καλές
πράξεις, προσεύχονται, ψέλνουνε…» Ποῦ νά ξέρουν ὅτι αὐτοί εἶναι ἀκόμη
πιό μακριά ἀπό τόν πάπα, ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἀντίθετα, ἀλλά καί αὐτοί
εἶναι αἱρετικοί καί δουλεύουν στόν πονηρό.
Λοιπόν,
ὅλα αὐτά, ἄν κανείς δέν τά ἔχει ξεκαθαρισμένα μέσα του, εἶναι στό
σκοτάδι ὁ λογισμός του, τό λογιστικό. Γι’ αὐτό λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης:
«Πρέπει νά πάρεις ἀδίστακτη πίστη», ἀλλά πρέπει νά τό κάνεις μόνος σου
αὐτό. Λέει ὁ ἄλλος: «Ὑπάρχει Θεός; Δέν ξέρω.» Πρέπει νά τοῦ τό
ἀποδείξεις. Εἶναι ἡ Ἁγία Τριάδα. «Καί ποῦ ξέρω ἐγώ;» Δέν τό
καταλαβαίνουν. Μά δέν σού ζητάει ὁ Θεός νά τό καταλάβεις, πώς εἶναι ὁ
Θεός τριαδικός, δήλ. εἶναι καί ἕνα καί τρία ˙ καί ἕνας Θεός καί τρία
πρόσωπα. Μά, λέει: «Δέν τό καταλαβαίνω, ἄρα δέν τό πιστεύω». Μά δέν σού
ζητάει νά τό καταλάβεις, νά τό ἀποδεχθεῖς, αὐτό σημαίνει πίστη. Πιστεύω,
ἐμπιστεύομαι δηλ. αὐτό πού μου λέει ἡ Ἐκκλησία, πού μου λέει ὁ Χριστός.
Λέει: «Δέν μπορῶ νά τό καταλάβω, γιατί δέν τό χωράει ὁ νοῦς μου».
Θυμάστε
τόν ἅγιο Αὐγουστίνο, πού προσπαθοῦσε νά καταλάβει τό δόγμα τῆς Ἁγίας
Τριάδας καί δέν μποροῦσε νά τό χωρέσει ὁ νοῦς του; Εἶδε ἕνα παιδάκι στήν
ἀκρογιαλιά πού ἔβγαζε νερό ἀπό τή θάλασσα καί πῆγε καί τό ’ριχνε σέ μία
τρύπα, ἐκεῖ πού ’χε κάνει στήν ἄμμο καί τόν εἶδε ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος.
Τοῦ λέει: «Τί κάνεις παιδάκι μου;» Λέει: «Θ’ ἀδειάσω τή θάλασσα ἐδῶ
μέσα». Μά, λέει: «Χαζός εἶσαι; Δέν καταλαβαίνεις; Δέν γίνεται αὐτό τό
πράγμα». Ἔλεγε: «Ἔτσι καί στό μυαλό σου, δέ γίνεται νά χωρέσει αὐτό πού
σκέφτεσαι». Ἦταν ἄγγελος -ἐξαφανίστηκε τό παιδάκι- σταλμένος ἀπό τό Θεό,
πού τοῦ εἶπε: «Μήν ἀσχολεῖσαι μ’ αὐτά τά πράγματα, δέν μπορεῖς νά τά
καταλάβεις».
Δέν χωράει ὁ νοῦς μας νά τά καταλάβουμε ὅλα, γί αὐτό ζητάει τήν πίστη ὁ Θεός. Καί
βλέπετε, πρίν κάνει ὁποιαδήποτε θεραπεία, ὁ Θεός, θεραπεύει πρῶτα τήν
πίστη, πρῶτα τήν ψυχή. Λέει στό δαιμονισμένο: -θυμάστε τόν πατέρα
ἐκείνου τοῦ παιδιοῦ, ποῦ δέν μποροῦσε νά βγεῖ τό δαιμόνιο;- «Πιστεύεις;
Ἅμα πιστεύεις, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Ὅλα εἶναι δυνατά, πρῶτα ὅμως
πρέπει νά πιστέψεις γιά νά μπορεῖς μετά νά θεραπευτεῖς, γιά νά
θεραπευτεῖ τό παιδί σου. Πολύ ὡραῖος ὁ ὁρισμός πού μᾶς δίνει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος. «Πίστις ἐστί πραγμάτων ἐλπιζομένων ὑπόστασις, ἔλεγχος
πραγμάτων, οὐ βλεπομένων». Ἅμα τά βλέπεις δέ χρειάζεται νά τά πιστέψεις.
Δέ χρειάζεται, τί νά πεῖς; Ἀφοῦ τό βλέπεις. Πιστεύεις κάτι πού δέν τό
βλέπεις καί «μακάριοι οἱ μή εἰδόντες καί πιστεύσαντες». Χρειάζεται,
λοιπόν, ἀδίστακτη πίστη πρός τό Θεό καί πρός τά ἀληθινά καί ἀπλανῆ καί
ὀρθόδοξα δόγματα τῆς εὐσεβείας.
Ἐπίσης,
ἡ συνεχής μελέτη τῶν λογίων του πνεύματος. Νά ζητᾶς, συνεχῶς, τά λόγια
του Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποία εἶναι γραμμένα καί στήν Ἁγία Γραφή καί
μέσα στούς Ἁγίους Πατέρες καί μέσα στή Λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας καί
μέσα στά βιβλία τά ἐκκλησιαστικά πού διαβάζουμε κάθε μέρα. Στήν
Παρακλητική, στά Μηναῖα…, ὅλα αὐτά τά βιβλία πού ἔχουμε εἶναι λόγια του
Πνεύματος. Δέν μπορεῖς νά πεῖς ὅτι ἐγώ ἔχω μόνο τήν Ἁγία Γραφή -ὅπως
λένε οἱ Προτεστάντες- καί τήν παίρνω καί τήν ἐξηγῶ μόνος μου. Λογικός
ἄνθρωπος εἶμαι, εἶμαι καί μορφωμένος ἐνδεχομένως, δέν ἔχω ἀνάγκη τίποτα.
Καί ὅμως δέν καταλαβαίνεις τίποτα.
Διαβάστε τήν Ἁγία Γραφή, νά δεῖτε ἄν θά μπορέσετε νά καταλάβετε. Ἰδίως τίς ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Γιατί; Γιατί γιά
νά καταλάβεις τά λόγια της Ἁγίας Γραφῆς, πρέπει νά ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα
ἐνεργό μέσα σου, νά ἔχεις τό ἴδιο πνεῦμα μέ τό ὁποῖο γράφτηκε ἡ Ἁγία
Γραφή. Ἐπειδή δέν τό ἔχουμε, γί αὐτό χρειάζεται νά διαβάζουμε καί αὐτούς
πού τό εἶχαν καί τό ἔχουν, πού εἶναι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔχουν ἐξηγήσει τί λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί πῶς μᾶς τά ἐξήγησαν; Τά ἄκουσαν.
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος πήγαινε στό αὐτί τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ ἔλεγε:
«Αὐτό ἐδῶ ἐννοῶ». Ποῦ τό ξέρουμε; Τό ξέρουμε γιατί τό εἴδαμε. Τό εἶδε ὁ
ἅγιος Προχορός, ὁ μαθητής τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Εἶδε τόν
ἀπόστολο Παῦλο νά εἶναι στό αὐτί του καί νά τοῦ λέει τί σημαίνει τό κάθε
τί ἀπ’ αὐτά πού γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γι’ αὐτό μιλᾶμε στήν
Ἐκκλησία γιά πράγματα, δέ μιλᾶμε γιά ἰδέες, οὔτε στοχαζόμαστε. Μιλᾶμε
γιά ἐμπειρίες, πραγματικότητες καί αὐτό τό αὐτί, τώρα, τοῦ ἁγίου Ἰωάννη,
πού μιλοῦσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι στό Ἅγιο Ὅρος καί εἶναι ἄφθαρτο
κι εὐωδιάζει. Λοιπόν, χρειάζεται συνεχής μελέτη καί χρειάζεται καί ἡ καθαρά καί ἀδιάλειπτος προσευχή καί ἡ πρός Θεόν εὐχαριστία.
Ὅλα
αὐτά εἶναι φάρμακα γιά τό λογιστικό, γιά τό ἕνα μόνο κομμάτι τῆς ψυχῆς
μας. Εἴδατε; Νά μελετᾶς τά λόγια του Πνεύματος, νά προσεύχεσαι καθαρά.
Καθαρά τί σημαίνει; Νά λές «Κύριε» καί νά εἶναι ὁ νοῦς σου στό «Κύριε».
«Ἰησοῦ» καί νά εἶναι στό «Ἰησοῦ». Ἰησοῦ τί θά πεῖ; Σωτήρα Χριστέ ἐλέησε
μέ. Νά εἶναι ὁ νοῦς σου ἐκεῖ. Αὐτό θά πεῖ καθαρή προσευχή. Αὐτό πού
ἀρέσει πιό πολύ στό Θεό, ἀπ’ ὅλα τά καλά πού μπορεῖ νά κάνει ὁ ἄνθρωπος,
εἶναι ἡ καθαρά προσευχή. Πές καθαρά προσευχή. Ό, τί ἄλλο νά κάνεις,
αὐτό ἀρέσει παραπάνω στό Θεό, ἀπ’ ὅλα.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ιερομόναχος Σάββας Αγιορείτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου