είπεν ουν· άνθρωπος τις ευγενής επορεύθη εις χώραν μακράν λαβείν εαυτώ βασιλείαν και υποστρέψαι. καλέσας δε δέκα δούλους εαυτού έδωκεν αυτοίς δέκα μνας και είπε προς αυτούς· πραγματεύσασθε εν ω έρχομαι. οι δε πολίται αυτού εμίσουν αυτόν, και απέστειλαν πρεσβείαν οπίσω αυτού λέγοντες· ου θέλομεν τούτον βασιλεύσαι εφ΄ ημάς. και εγένετο εν τω επανελθείν αυτόν λαβόντα την βασιλείαν, και είπε φωνηθήναι αυτώ τους δούλους τούτους οις έδωκε το αργύριον, ίνα επιγνώ τις τι διεπραγματεύσατο.
παρεγένετο δε ο πρώτος λέγων· κύριε, η μνα σου προσειργάσατο δέκα μνας. και είπεν αυτώ· ευ, αγαθέ δούλε! ότι εν ελαχίστω πιστός εγένου, ίσθι εξουσίαν έχων επάνω δέκα πόλεων. και ήλθεν ο δεύτερος λέγων· κύριε, η μνα σου εποίησε πέντε μνας είπε δε και τούτω· και συ γίνου επάνω πέντε πόλεων. και έτερος ήλθε λέγων· κύριε, ιδού η μνα σου, ην είχον αποκειμένην εν σουδαρίω. εφοβούμην γαρ σε, ότι άνθρωπος αυστηρός ει· αίρεις ο ουκ έθηκας, και θερίζεις ο ουκ έσπειρας, και συνάγεις όθεν ου διεσκόρπισας. λέγει αυτώ· εκ του στόματός σου κρινώ σε, πονηρέ δούλε. ήδεις ότι άνθρωπος αυστηρός ειμί εγώ, αίρων ο ουκ έθηκα, και θερίζων ο ουκ έσπειρα, και συνάγων όθεν ου διεσκόρπισα· και διατί ουκ έδωκας το αργύριόν μου επί την τράπεζαν, και εγώ ελθών συν τόκω αν έπραξα αυτό; και τοις παρεστώσιν είπεν· άρατε απ΄ αυτού την μναν και δότε τω τας δέκα μνας έχοντι. και είπον αυτώ· κύριε, έχει δέκα μνας· λέγω γαρ υμίν ότι παντί τω έχοντι δοθήσεται, από δε του μη έχοντος και ο έχει αρθήσεται απ΄ αυτού. πλην τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασιλεύσαι επ΄ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου. Και ειπών ταύτα επορεύετο έμπροσθεν αναβαίνων εις Ιεροσόλυμα
(Κατά Λουκάν ιθ΄ 12-28)
Είπε λοιπόν: «Ένας ευγενής πήγε σε χώρα μακρινή να χριστεί βασιλιάς και να επιστρέψει. Πριν φύγει, κάλεσε δέκα δούλους του, τους έδωσε από ένα χρυσό νόμισμα και τους είπε: εμπορευτείτε μ΄ αυτά, ώσπου να έρθω. Οι συμπολίτες του τον μισούσαν κι έστειλαν ύστερα απ΄ αυτόν αντιπροσωπεία για να πει: αυτόν δεν τον θέλουμε για βασιλιά μας. Αυτός όμως χρίστηκε βασιλιάς και γύρισε πίσω. Και διέταξε να του φωνάξουν τους δούλους στους οποίους είχε δώσει τα χρήματα, για να μάθει πως τα είχαν εκμεταλλευθεί ο καθένας. Παρουσιάστηκε ο πρώτος και του είπε: κύριε, το νόμισμά σου απέφερε άλλα δέκα νομίσματα. Εκείνος τότε του είπε: εύγε, καλέ δούλε! Επειδή αποδείχτηκες έμπιστος σ΄ αυτό το ελάχιστο, ανάλαβε την εξουσία πάνω σε δέκα πόλεις. Ήρθε ο δεύτερος και του είπε: το νόμισμά σου, κύριε, έφερε άλλα πέντε νομίσματα. Είπε και σ΄ αυτόν: πάρε κι εσύ την εξουσία πάνω σε πέντε πόλεις. Ήρθε κι ο άλλος και του λέει: κύριε, ορίστε το νόμισμά σου. Το είχα κρύψει σ΄ ένα μαντήλι, γιατί σε φοβόμουνα, επειδή είσαι άνθρωπος σκληρός· παίρνεις αυτό που δεν έδωσες, θερίζεις αυτό που δεν έσπειρες και μαζεύεις από ΄κει που δε λίχνισες. Του λέει κι ο βασιλιάς: από τα ίδια σου τα λόγια θα σε κρίνω, κακέ δούλε: ήξερες ότι εγώ είμαι άνθρωπος σκληρός κι ότι παίρνω αυτό που δεν έδωσα, θερίζω αυτό που δεν έσπειρα και μαζεύω από ΄κει που δε λίχνισα. Γιατί τότε δεν έβαλες τα χρήματά μου σε μια τράπεζα, ώστε, όταν έρθω, να τα πάρω πίσω με τον τόκο τους; Και στους παρευρισκόμενους είπε: πάρτε του το νόμισμα και δώστε το σ΄ αυτόν που έχει ήδη τα δέκα νομίσματα. Ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν: κύριε, αὐτός ἔχει ἤδη δέκα νομίσματα. Σας βεβαιώνω, τους απάντησε, πως σ΄ αυτόν που έχει θα του δοθεί κι άλλο· αλλά απ΄ όποιον δεν έχει, και εκείνο το λίγο που έχει θα του αφαιρεθεί Όσο για τους εχθρούς μου, αυτούς που δε με θέλησαν για βασιλιά τους, φέρτε τους εδώ και σφάξτε τους μπροστά μου». Αφού είπε αυτά τα λόγια, προχώρησε μπροστά από τους άλλους βαδίζοντας για τα Ιεροσόλυμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου