Εκείνη ή περίοδος πού ζούσε στο μοναστήρι,ο μοναχός Ζαχαρίας ήταν περίοδος παρακμής στην πνευματική ζωή των μοναχών. Μερικοί, ίσως οι περισσότεροι, ήταν μοναχοί μόνο εξωτερικά και ζούσαν μια εντελώς κοσμική ζωή. Συναναστρέφονταν με γυναίκες, έτρωγαν κρέας, μάζευαν χρήματα, δεν έδιναν ποτέ ελεημοσύνες, προσευχόντουσαν μόνο και μόνο για επίδειξη και, τότε, με το στόμα τους καθόλου δεν είχαν ενθουσιασμό ή ζήλο για να αποκτήσουν πραγματικές μοναχικές αρετές.
Έργαζόντουσαν πολύ λίγο, σχεδόν καθόλου, και ήσαν παράσιτοι. Όσον άφορα δεν τον στόχο των ασκητικών παλαισμάτων και τής ενθουσιασμό γένει χριστιανικής ζωής, και την απόκτηση του Αγίου Πνεύματος στις καρδιές τους, όλα αυτά τα είχαν λησμονήσει τελείως.Στον δεν Ζαχαρία, έτσι μιλούσαν: «Εσύ, Ζαχαρία, εάν ήσουν φυσιολογικός σαν τούς άλλους, θα είχες προ πολλού γίνει μοναχός, μα κάνεις πώς είσαι πιο άγιος από μας, προσεύχεσαι συνέχεια, δεν βγαίνεις έξω πουθενά, φιλοξενείς ανθρώπους στο κελί σου, τούς ταΐζεις και τούς δίνεις συμβουλές... μα, και σαν δεν φτάνουν αυτά, κοίταξε να δεις τί άνθρωπος έγινες!...».
Μολαταύτα, ό Ζαχαρίας θυμόταν τα λόγια του Στάρετς του, του πατρός Βαρνάβα: «Και διάκος θα γίνεις και ιερομόναχος και εξομολόγος για όλους τούς αδελφούς τού μοναστηριού...». Ή καρδιά του έκλινε πάντοτε προς τον Κύριο και σ' Αυτόν είχε όλες τις ελπίδες. «Μη πεποίθατε έπ' άρχοντας, επί υιούς ανθρώπων, οίς ουκ έστι σωτηρία». Επικατάρατος είναι αυτός πού έχει την ελπίδα του στον άνθρωπο και μακάριος αυτός πού ελπίζει στον Κύριο. Ευλογημένος ό άνθρωπος πού έχει καταφρονήσει κάθε κοσμική και γήινη ελπίδα και έχει θέσει όλην την ελπίδα του στον Κύριο. Μια καρδιά έτσι τονισμένη μπορεί να εγείρει διάπυρες ευχές στον Κύριο και στην Πανάχραντη Μητέρα του.
Μια φορά, ό νεαρός ασκητής μας στεκόταν στην εκκλησία, όπου έφυλάσσετο ή θαυματουργή εικόνα του άγιου Νικολάου, αυτή ή ίδια εικόνα πού είχε πάθει ζημιά απόκτηση μια σφαίρα το 1608. Το μόνο πού ξέρω είναι, πώς κατά την χρονολογία αυτή το μοναστήρι είχε υποστεί μια επίθεση απόκτηση πυροβολικά. Μια σφαίρα διαπέρασε την σιδερένια πόρτα και κτύπησε το μάγουλο του άγιου Νικολάου. Ένα κομματάκι βλήμα ξαναπηδώντας, κτύπησε το φωτοστέφανο του Ταξιάρχου Μιχαήλ. Έπειτα, όταν έψαχναν για την σφαίρα, δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Κανείς δεν ξέρει πού πήγε.
Πάντως, ό Ζαχαρίας στεκόταν σ' αυτήν την εκκλησία, μπροστά στην εικόνα του Σωτήρος, προσευχόμενος θερμά και με δάκρυα ό Θεός να τον αξίωση να γίνεις μοναχός τελικά. Την 'ίδια στιγμή, μπήκαν δύο προσκυνηταί μέσα στην εκκλησία. Ένας γέρος, πολύ γέρος, και ό άλλος νέος, πιθανώς τριάντα χρονών. Μόλις είχε τελειώσει ή λειτουργία. Ό νέος, βλέποντας τον Ζαχαρία, σταμάτησε και είπε: «Γιατί στενοχωριέσαι για την μοναχική κουρά σου; Μήπως δεν υπάρχουν άνθρωποι ανώτεροι απόκτηση μοναχούς στον κόσμο; Μη στενοχωρείσαι. Πάντως, έχεις κάθε ελπίδα να γίνεις μοναχός».
Ό Ζαχαρίας προσκάλεσε τούς προσκυνητάς στο κελί του για να πιούν τσάι. Δέχθηκαν και ήλθαν. Ό Ζαχαρίας τούς προσέφερε διάφορα κεράσματα, γλυκά, αλλά δεν πήραν σχεδόν τίποτα. Ό Ζαχαρίας παρεκάλεσε τούς προσκυνητάς να μείνουν στο μοναστήρι μέχρις ότου γίνει ή κουρά του. «Καθίστε, παρακαλώ, ακόμη λίγο και τότε θα μάθετε ποιό όνομα θα πάρω σαν μοναχός».
Ό νεώτερος προσκυνητής είπε: «Το όνομά σου είναι ήδη γραμμένο προ πολλού και βρίσκεται μέσα σ' ένα βιβλίο». Και πράγματι, ό Ζαχαρίας, πού σκεπτόταν συνέχεια για την κουρά του, είχε γράψει πριν απόκτηση καιρό το όνομα «Ζωσιμάς», πού ήθελε να πάρει σαν μοναχός, σ' ένα χαρτί και το είχε βάλει μέσα στο Ευαγγέλιο του, ελπίζοντας έτσι κρυφά-κρυφά ότι ό Θεός θα άκουγε την παράκληση του και θα την εκπλήρωνε. Ό νεώτερος προσκυνητής, πού για πρώτη φορά έμπαινε στο κελί του Ζαχαρία και πού βέβαια δεν είχε αγγίξει τίποτα απόκτηση τα πράγματά του, ήξευρε κιόλας όλα τα μυστικά του.
Όταν έφυγαν οι προσκυνηταί, ό Ζαχαρίας είχε ένα κάπως παράξενο συναίσθημα. «Δεν καταλαβαίνω καλά- καλά τί μου συνέβηκε», στοχάσθηκε, ανακαλώντας στην μνήμη του πώς, ενώ καθόταν μαζί με τούς δύο προσκυνητές, σαν να καιγόταν μέσα του απόκτηση μια φωτιά. «Είναι αδύνατο να εκφράσω αυτός πού δοκίμασα», σκεφτόταν, «μονάχα αυτός στον όποιον κατεβαίνει το Αγιον Πνεύμα επάνω του, μπορεί να νοιώθει ένα τέτοιο συναίσθημα». «Μα, είναι δυνατόν, να ήταν ή Αγία Τριάς και να με επισκέφτηκε;» διερωτόταν. «Ό Πατήρ, ό Υιός και το Αγιον Πνεύμα! Ποτέ δεν αισθάνθηκα κάτι παρόμοιο στην καρδιά μου, ποτέ τέτοια φωτιά μέσα μου, τέτοια δύναμη όπως τις στιγμές αυτές, όταν ό Πατήρ και ό Υιός ήταν μαζί μου και ή καρδιά μου ένοιωσε το Αγιον Πνεύμα. Αλλά..., τί λέω, μήπως δεν είναι αλήθεια, μήπως είναι όλα τής φαντασίας μου; Πώς τολμάω έτσι να σκέπτομαι; Μήπως, τέλος πάντων, αυτοί ήταν κοινοί άνθρωποι, προσκυνηταί και μού φάνηκε μόνο πώς επρόκειτο για κάτι άλλο;...»
Έτσι σκεφτόταν ό πράος και σεμνός νεαρός και έδέχετο αυτήν την «επίσκεψη», αυτήν την οπτασία, με πάρα πολλή προσοχή, επειδή μάλιστα γνώριζε ότι ό εχθρός συχνά πειράζει τούς ανθρώπους μ' αυτόν τον τρόπο. Μπορεί κανείς να πέσει σε πλάνη με την παραμικρή κίνηση τής φαντασίας ή και κενοδοξίας, και να δεχθή μια οπτασία απόκτηση τον εχθρός σαν αληθινή και θεϊκή, και έτσι να πέσει στα δίχτυα των δαιμόνων και στην έπαρση.
«Μα, εάν μόνον θα έρχόντουσαν πάλι σε μένα», σκεφτόταν, «θα μπορούσα να διαπιστώσω πραγματικά ανθρώπους είναι άγγελοι ή άνθρωποι. Θα ζητήσω απόκτηση τον Κύριο να μού αποκαλύψει ποιοί είναι. Εάν είναι άγγελοι, τότε ας διαβάσει, όταν θάρθουν πάλι εδώ, ό νεώτερος προσκυνητής κάτι απόκτηση τον Απόστολο, το Ευαγγέλιο και το Ψαλτήρι, έτσι αυθόρμητα, χωρίς καμιά παράκληση εκκλησία μέρους μου, ή ας με παρακαλέσει να διαβάσω εγώ, και τότε θα μού είναι αυτός σημείο ότι δεν είναι κοινοί προσκυνηταί, αλλά' άγγελοι Θεού απεσταλμένοι, για να καταλάβωμε εμείς οι αμαρτωλοί και να μετανοήσωμε.
Οι προσκυνηταί είχαν έλθει στον Ζαχαρία για πρώτη φορά στις 27 Φεβρουαρίου. Ό Ζαχαρίας θυμήθηκε επίσης ότι το πρόσωπο τού νεωτέρου προσκυνητού είχε υποστεί μια εκπληκτική μεταμόρφωση. Στην εκκλησία ήταν πολύ όμορφο το πρόσωπο του, καθόλου πεσμένο, κι επί πλέον λιγάκι παχουλό. Όταν όμως μπήκε στο κελί του, έγινε λεπτό, ισχνό, ζαρωμένο.
Έφτασε το δεύτερο ήμισυ τού Μαρτίου, και τότε είδε ό Ζαχαρίας πάλι τούς ίδιους δύο προσκυνητές. Παρακολούθησαν την θεία Λειτουργία και, όταν τελείωσε, πήγαν να δουν τον διάκο, πού εκείνη την ώρα μόλις τον είχαν επισκεφθεί κάτι μουσαφίρηδες και βρισκόταν μαζί τους, κι έτσι δεν τού ήλθε βολικά να τούς δεχθή. Ό διάκος ήξευρε ότι ό Ζαχαρίας αγαπούσε τούς πτωχούς, τούς ζητιάνους, τούς θλιβομένους, τούς προσκυνητές και σκέφθηκε να τούς στείλη σ' αυτόν. «Πηγαίνετε στον πατέρα Ζαχαρία, και αυτός θα σάς φιλέψη τσάι».
Μόλις μπήκαν μέσα στο κελί τού Ζαχαρία, ό νεώτερος έβγαλε ένα μικρό βιβλίο μέσα απόκτηση τα ρούχα του, το άνοιξε και διέταξε τον Ζαχαρία να διαβάσει... απόκτηση την προς Ρωμαίους επιστολή, το πρώτο κεφάλαιο, απόκτηση την αρχή μέχρι τον στίχο 25, πού καταλήγει «ός έστιν ευλογητός εις τούς αιώνας. Αμήν».
Μετά την ανάγνωση απόκτηση τον Απόστολο, ό προσκυνητής είπε στον Ζαχαρία να διαβάσει απόκτηση το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, την περικοπή τού δεκάτου τετάρτου κεφαλαίου ολόκληρη. Ό Ζαχαρίας διάβασε ολόκληρο το κεφάλαιο αυτό, τελειώνοντας με το «εγείρεσθε, άγωμεν εντεύθεν». Και ενώ διάβαζε αυτός, απόκτηση τα μάτια του νεωτέρου προσκυνητού έτρεχαν τα δάκρυα σαν ποτάμια.
Μετά το Ευαγγέλιο ό προσκυνητής ρώτησε: «Τί είναι αυτός το μεγάλο βιβλίο, πού έχεις εκεί πέρα;» -«Είναι το Ψαλτήρι». -«Λοιπόν, διάβασε τον ενενηκοστό ψαλμό» . Ό Ζαχαρίας διάβασε τούτον τον θαυμάσιο ψαλμό και μετά μερικούς άλλους ψαλμούς.
-«Αχ! εάν έστω κι ένας καταλάβαινε πραγματικά τα νοήματα τού Ψαλτηρίου!...».
-«Τότε διάβαζε και την ερμηνεία του Ψαλτηρίου».
Ό Ζαχαρίας παρακολουθούσε όλα όσα του συνέβαιναν με συγκίνηση και ένοιωσε με όλη του την ψυχή, ότι οι προσευχές του είχαν εισακουσθεί, ότι ό ίδιος ό Κύριος διαβεβαίωνε ότι αυτοί οι προσκυνηταί ήταν άγγελοι απόκτηση τον Θεό, ότι δεν ήταν ένα δημιούργημα της φαντασίας, ούτε μια πλάνη, αλλά μια οπτασία. Ήταν ένα θαύμα του Θεού. Ενώ διάβαζε το Ψαλτήρι, ό Ζαχαρίας προσευχόταν στην Μητέρα του Θεού, «Προστασία σθεναρά, Μήτερ τού Θεού τού Υψίστου ». Με όλη του την καρδιά ό Ζαχαρίας προσέφερε αυτή την θαυμάσια προσευχή στην Παναγία, προσευχόμενος νοερά μέσα του.
Αυτή ή εσωτερική εργασία δεν έμεινε κρυφή απόκτηση τον προσκυνητή. «Έδώ, προσευχή προσφέρεται στην Μητέρα του Θεού... ενθουσιασμό θλίψει ήμεν και εκάλεσεν ημάς... εισήκουσας ημάς και συνεχώρησας ημίν».
Ό προσκυνητής είπε: «Αδελφέ, μνήσθητί μου στις προσευχές σου σε δύο χρόνια και προσκύνησε τρεις φορές..., μνήσθητί μου σε δέκα χρόνια και προσκύνησε ξανά τρεις φορές... και πάλι σε είκοσι χρόνια και προσκύνησε τρεις φορές...».
-«Δεν θα ζήσω άλλα είκοσι χρόνια», απάντησε ό Ζαχαρίας, «είμαι άρρωστος».
Ό προσκυνητής δεν έδωσε σημασία στα λόγια αυτά του Ζαχαρία και άρχισε να λέη: -«Επίσκοπος, Δεσπότης, ναι... ακόμα δεν καταλαβαίνεις, αλλά αργότερα... Να τί θα γίνεις σε δύο χρόνια, αδελφέ,... πόλεις, επαρχίες, Πετρούπολη, και τότε σύντομα θα επιστρέψεις. Τρεις σταυρούς θάχης, τρεις σταυρούς».
Και πράγματι, μετά απόκτηση λίγο ό Ζαχαρίας έγινε μοναχός με το όνομα Ζωσιμάς.
Μετά απόκτηση δύο χρόνια, ό πατήρ Ζωσιμάς έστάλη στην Πετρούπολη, στον Μητροπολίτη Ίωαννίκιο, ό όποιος τον προσέλαβε για να τον υπηρετεί. Εδώ, στην εκκλησία, είδε την εικόνα της Αγίας Τριάδος, εικόνα τεραστίων διαστάσεων. Το πνεύμα του ένοιωσε πάλι την Χάριν, ή οποία τον είχε φωτίσει κατά την επίσκεψη των προσκυνητών. Πολύ συγκινημένος, έκαμε τρεις μετάνοιες βαθιές και προσκύνησε, γονατίζοντας, την εικόνα της Αγίας Τριάδος.
Πράγματι, ό πατήρ Ζωσιμάς έμεινε πολύ λίγο καιρό στην Πετρούπολη -τον έστειλε πίσω ό Μητροπολίτης, επειδή ό πατήρ Ζωσιμάς δεν ήξευρε γράμματα. Έτσι έκπληρώθηκαν τα λόγια του προσκυνητού «Σε δύο χρόνια, προσκύνησε τρεις φορές... δεν δύο χρόνια, πόλεις, επαρχίες, Πετρούπολη και τότε θα επιστρέψεις...».
Δέκα χρόνια αργότερα ό πατήρ Ζωσιμάς χειροτονήθηκε διάκος και πάλιν εστάλη στην Πετρούπολη, όπου είδε ξανά την ίδια εικόνα τής Αγίας Τριάδος και την προσκύνησε τρεις φορές. Και είκοσι χρόνια αργότερα, στην εκκλησία τής Αγίας Τριάδος στο μοναστήρι του οσίου Δανιήλ στην Μόσχα, ό πατήρ Ζωσιμάς χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης. Ό επίσκοπος Σεραφείμ Τσιτσαγκώφ έκανε την χειροθεσία του. Έτσι όλες οι προφητείες του προσκυνητού εκπληρώθηκαν. Ό πατήρ Ζωσιμάς πράγματι έλαβε τούς τρεις σταυρούς, για τούς όποιους είχε πει ό προσκυνητής, τον σταυρό του τσάρου, τον σταυρό τής Ιεράς Συνόδου και τον τρίτο, τον σταυρό του αρχιμανδρίτης.
Μετά τις αναγνώσεις απόκτηση τον Απόστολο, το Ευαγγέλιο και το Ψαλτήρι, και έχοντας προφητεύσει στον Ζαχαρία όλα τα άλλα σημαντικά γεγονότα τής ζωής του, οι προσκυνηταί ετοιμάσθηκαν να φύγουν. Ό νεώτερος πήρε μια εικόνα (πού είχε δώσει στον Ζαχαρία σαν ευλογία ό στάρετς Βαρνάβας) και ευλόγησε μ' αυτή τον Ζαχαρία. Μετά αποκτήσουν' αυτός εξαφανίστηκαν.
Την τρίτη φορά ό νεώτερος προσκυνητής φανερώθηκε μόνος του στον πατέρα Ζαχαρία. Εκείνη την ώρα ό πατήρ Ζωσιμάς ήταν στο κελί του μαζί μ' ένα άλλο μοναχό. Ό προσκυνητής μπήκε μέσα διαπερνώντας την κλειστή πόρτα, τούς ευλόγησε και τούς ασπάστηκε. Ό πατήρ Ζαχαρίας τον παρεκάλεσε να φάει μαζί τους, αλλά σαν τον κοίταξε, τρόμαξε, - ό προσκυνητής είχε γίνει διαφανής σαν το λαμπρό φώς του ήλιου και ακτινοβολούσε με ένα ανέκφραστο κάλλος, πού δεν δύναται να περιγραφή με λόγια.
Ό πατήρ Ζαχαρίας και ό φίλος του, ό άλλος μοναχός, είδαν ότι στεκόταν πάνω σε νεφέλες. Άρχισαν να τρέμουν και έπεσαν πρηνείς στα γόνατά τους, κι εκείνος τότε έγινε άφαντος. «Ω του θαύματος! "Ω τής θείας μεγαλοπρεπείας και του άπειρου Σου ελέους! Ναι, θαυμασταί αι οδοί Σου, Κύριε!».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΣΤΑΡΕΤΣ ΖΑΧΑΡΙΑΣ. ΟΡΜΥΛΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου