Πριν
από μερικές δεκαετίες, και για την ακρίβεια πριν από το 1940, σε μια
κωμόπολη της Ηλείας ζούσε μια χαριτωμένη από τον Θεό ψυχή, η κυρία
Κατερίνα. Δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Ήταν όμως ένας πολύ φωτισμένος
άνθρωπος, με ακλόνητη ζωντανή την πίστη, σαν εκείνη που είχαν οι πρώτοι
χριστιανοί, που έπεφταν και στη φωτιά για το Χριστό, προκειμένου να μην
τον αρνηθούν. Και έτσι εκπληρώθηκαν τα λόγια του Κυρίου στη ζωή της
ευλογημένης αυτής ψυχής «και πάντα όσα αιτήσετε εν τη προσευχή
πιστεύοντες, λήψεσθε». Διότι όντως ήταν άνθρωπος της πολλής προσευχής.
Όταν μερικές φορές τον Ιούλιο μήνα σκοτείνιαζε ο ήλιος από τα σύννεφα και προμηνύονταν βροχή μεγάλη, επειδή οι θημωνιές με τα στάχυα περίμεναν εκείνη την εποχή για αλώνισμα στα αλώνια, αν έβρεχε οπωσδήποτε θα καταστρεφόταν η σοδειά τους, γι’ αυτό και οι χωρικοί έτρεχαν στην κυρία Κατερίνα, και της ζητούσαν να προσευχηθεί για να μη βρέξει. Και κείνη πήγαινε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, προσευχόταν και δεν έβρεχε. Αυτό μας θυμίζει τον προφήτη Ηλία ο οποίος ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής, – όμοιος με μας, με τις αδυναμίες και τα πάθη, και βέβαια ασφαλώς και τις πολλές αρετές και τη δυνατή πίστη στην προσευχή, κι όταν παρακάλεσε τον Θεόν για να πάρουν ένα μάθημα οι συμπατριώτες του οι Ιουδαίοι, δεν έβρεξε επί τρεισήμισι χρόνια. Κι όταν πάλι έκανε προσευχή ο Θεός έστειλε υετόν, βροχή. – Όταν αρρώσταινε κάποιος, κατέφευγαν πάλι στην Αικατερίνη, πάλι εκεί να προσευχηθεί, και αν υπήρχε κάποιο τραύμα, κάποιος δυνατός πόνος σε κάποιο σημείο του σώματος, κάποιος τραυματισμός, βουτούσε τα δάκτυλά της στην κανδήλα και το άλειφε σταυροειδώς με λάδι. Και ανάλογα με την πίστη που είχανε οι χριστιανοί, ανταποκρινόταν και ο Θεός με θαύμα.
Ποτέ η αγιασμένη γυναίκα, δε δέχτηκε δώρα, διότι ήτο και καλά αποκατεστημένη. Ό,τι έκανε, το έκανε ανιδιοτελώς, με μεγάλη απλότητα και φυσική ταπεινοφροσύνη. Οι σκέψις ήτανε παρθενική, και δεν την εμόλυνε η αυταρέσκεια, η υπερηφάνεια ή και ο εγωισμός. Γι’ αυτό, αυτό το χάρισμα του Θεού, δεν το έχασε μέχρι το τέλος της ωραίας ζωής της που ελαμπρύνετο ακόμα πολύ περισσότερο, από την πολλή της ελεημοσύνη και μάλιστα εν κρυπτώ.
Κάποτε ο καινούργιος παπάς του χωριού εντυπωσιασμένος από τα αποτελέσματα της προσευχής, αυτής της πιστής γυναίκας, και υποψιαζόμενος μήπως υπάρχουν μαγγανείες και άλλου είδους γητεύματα, τη φώναξε και ιδιαιτέρως τη ρώτησε.
– Για πες μου Κατερίνα, παιδί μου, τι προσευχή κάνεις όταν οι διάφοροι χριστιανοί σου ζητούν κάποιο αίτημα να κάμεις στο Θεό; Ή και όταν είσαι μόνη σου, τι προσευχές κάνεις συνήθως;
Και εκείνη απάντησε με όλη της την φυσική απλότητα.
– Εγώ παππούλη μου όπως γνωρίζεις δεν ξέρω γράμματα. Λέω μόνο μια προσευχή που μου έμαθε η γιαγιά μου.
– Ποια;
– «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Και κατόπιν ζητάω από τον Θεό, αυτό που με παρακαλούνε οι συχωριανοί μου να το ζητήσω με την προσευχή μου, είτε από το Χριστό, είτε από την Παναγία, είτε από κάποιον Άγιον.
Ο ιερεύς έμεινε κατάπληκτος, όταν άκουσε τον πρώτο στίχο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και έτσι βεβαιώθηκε για το άδολον αυτής της ψυχής και την απλή βαθειά πίστη της η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τόση δύναμη στην προσευχή της.
Τον ρώτησε η κυρά Κατερίνα, μήπως δεν είναι σωστό; Αυτό που κάνω, να κάνω κάτι άλλο; Δεν ξέρω βέβαια, αλλά αν πρέπει …
– Όχι, όχι, όχι, της λέει εκείνος, προς Θεού μην αλλάξεις αυτή την προσευχή, αυτή που ξέρεις, αυτή που έμαθες, αυτήν και να κάνεις.
Μεταξύ των άλλων λοιπόν, στο κελάρι του σπιτιού της, υπήρχαν και πάνω από χίλιες οκάδες στάρι, και δυο μεγάλα πιθάρια λάδι. Όταν ήρθε η φοβερή Γερμανική κατοχή του 1941, και οι Έλληνες καταδικάστηκαν σε λιμοκτονία, και ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, τότε φάνηκε και το μεγαλείο της Κατερίνας. Ο συγχωρεμένος ο άνδρας της, της είχε αφήσει αρκετή περιουσία, την οποία όμως είχε από τον πατέρα του, τον κύριο Αλέξη. Έτσι λοιπόν είχε αρκετά αποθέματα στις αποθήκες.
Η Κατερίνα λοιπόν, στην Κατοχή αυτή την σκληρή, και την μεγάλη πείνα, άρχισε την διανομή στους πεινασμένους. Είχε ένα πιάτο βαθύ, το γέμιζε, και μοίραζε γενναιόδωρα. Όταν οι ελεηθέντες της έδιναν ευχές, εκείνη έλεγε «όχι, μην με ευχαριστείτε εμένα, το σιτάρι είναι από την περιουσία του πεθερού μου, του μπάρμπα Αλέξη, να λέτε «Θεός σχωρέσ’ τον κυρ Αλέξη».
Όταν μοίρασε τις περισσότερες από τα μισά, είδε στον ύπνο της τον πεθερό της, για τον οποίον έλεγαν ότι ήταν ο φοβερότερος τσιγκούνης του χωριού, παρόλον που ήτανε αρκετά ευκατάστατος. Τον είδε λοιπόν σαν κατάδικο με τα μαλλιά μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σε κακά χάλια, με γένια και βρώμικον πολύ. Η Κατερίνα τότε πήρε ένα ψαλίδι, – στον ύπνο της αυτά – πήρε ένα ψαλίδι, του έκοψε τα μαλλιά, τον καθάρισε. Τον ξύρισε, τον περιποιήθηκε, τον έπλυνε, του φόρεσε και καινούργια άσπρα ρούχα και έτσι το πρόσωπο του κεκοιμημένου φωτίσθηκε. Έλαμπε ολόκληρος. Τότε γύρισε και της είπε με ανακούφιση.
– Νάσαι ευλογημένη Κατερίνα μου. Με τις ελεημοσύνες σου με έβγαλες από τον Άδη, και μ’ έκαμες στρατηγό, πρίγκιπα.
Άλλη
μια περίπτωση που αποδεικνύεται πόσο οι ελεημοσύνες, ανακουφίζουν τις
ψυχές των κεκοιμημένων, όπως και οι προσευχές που γίνονται ιδιαιτέρως
στην εκκλησία κατά την προσκομιδή και μετά τον καθαγιασμόν των Τιμίων
Δώρων, και οι προσευχές που κάνουν οι χριστιανοί στα σπίτια τους, για
τους κεκοιμημένους,Όταν μερικές φορές τον Ιούλιο μήνα σκοτείνιαζε ο ήλιος από τα σύννεφα και προμηνύονταν βροχή μεγάλη, επειδή οι θημωνιές με τα στάχυα περίμεναν εκείνη την εποχή για αλώνισμα στα αλώνια, αν έβρεχε οπωσδήποτε θα καταστρεφόταν η σοδειά τους, γι’ αυτό και οι χωρικοί έτρεχαν στην κυρία Κατερίνα, και της ζητούσαν να προσευχηθεί για να μη βρέξει. Και κείνη πήγαινε μπροστά στην εικόνα του Χριστού, προσευχόταν και δεν έβρεχε. Αυτό μας θυμίζει τον προφήτη Ηλία ο οποίος ήταν άνθρωπος ομοιοπαθής, – όμοιος με μας, με τις αδυναμίες και τα πάθη, και βέβαια ασφαλώς και τις πολλές αρετές και τη δυνατή πίστη στην προσευχή, κι όταν παρακάλεσε τον Θεόν για να πάρουν ένα μάθημα οι συμπατριώτες του οι Ιουδαίοι, δεν έβρεξε επί τρεισήμισι χρόνια. Κι όταν πάλι έκανε προσευχή ο Θεός έστειλε υετόν, βροχή. – Όταν αρρώσταινε κάποιος, κατέφευγαν πάλι στην Αικατερίνη, πάλι εκεί να προσευχηθεί, και αν υπήρχε κάποιο τραύμα, κάποιος δυνατός πόνος σε κάποιο σημείο του σώματος, κάποιος τραυματισμός, βουτούσε τα δάκτυλά της στην κανδήλα και το άλειφε σταυροειδώς με λάδι. Και ανάλογα με την πίστη που είχανε οι χριστιανοί, ανταποκρινόταν και ο Θεός με θαύμα.
Ποτέ η αγιασμένη γυναίκα, δε δέχτηκε δώρα, διότι ήτο και καλά αποκατεστημένη. Ό,τι έκανε, το έκανε ανιδιοτελώς, με μεγάλη απλότητα και φυσική ταπεινοφροσύνη. Οι σκέψις ήτανε παρθενική, και δεν την εμόλυνε η αυταρέσκεια, η υπερηφάνεια ή και ο εγωισμός. Γι’ αυτό, αυτό το χάρισμα του Θεού, δεν το έχασε μέχρι το τέλος της ωραίας ζωής της που ελαμπρύνετο ακόμα πολύ περισσότερο, από την πολλή της ελεημοσύνη και μάλιστα εν κρυπτώ.
Κάποτε ο καινούργιος παπάς του χωριού εντυπωσιασμένος από τα αποτελέσματα της προσευχής, αυτής της πιστής γυναίκας, και υποψιαζόμενος μήπως υπάρχουν μαγγανείες και άλλου είδους γητεύματα, τη φώναξε και ιδιαιτέρως τη ρώτησε.
– Για πες μου Κατερίνα, παιδί μου, τι προσευχή κάνεις όταν οι διάφοροι χριστιανοί σου ζητούν κάποιο αίτημα να κάμεις στο Θεό; Ή και όταν είσαι μόνη σου, τι προσευχές κάνεις συνήθως;
Και εκείνη απάντησε με όλη της την φυσική απλότητα.
– Εγώ παππούλη μου όπως γνωρίζεις δεν ξέρω γράμματα. Λέω μόνο μια προσευχή που μου έμαθε η γιαγιά μου.
– Ποια;
– «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος». Και κατόπιν ζητάω από τον Θεό, αυτό που με παρακαλούνε οι συχωριανοί μου να το ζητήσω με την προσευχή μου, είτε από το Χριστό, είτε από την Παναγία, είτε από κάποιον Άγιον.
Ο ιερεύς έμεινε κατάπληκτος, όταν άκουσε τον πρώτο στίχο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και έτσι βεβαιώθηκε για το άδολον αυτής της ψυχής και την απλή βαθειά πίστη της η οποία είχε σαν αποτέλεσμα τόση δύναμη στην προσευχή της.
Τον ρώτησε η κυρά Κατερίνα, μήπως δεν είναι σωστό; Αυτό που κάνω, να κάνω κάτι άλλο; Δεν ξέρω βέβαια, αλλά αν πρέπει …
– Όχι, όχι, όχι, της λέει εκείνος, προς Θεού μην αλλάξεις αυτή την προσευχή, αυτή που ξέρεις, αυτή που έμαθες, αυτήν και να κάνεις.
Μεταξύ των άλλων λοιπόν, στο κελάρι του σπιτιού της, υπήρχαν και πάνω από χίλιες οκάδες στάρι, και δυο μεγάλα πιθάρια λάδι. Όταν ήρθε η φοβερή Γερμανική κατοχή του 1941, και οι Έλληνες καταδικάστηκαν σε λιμοκτονία, και ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, τότε φάνηκε και το μεγαλείο της Κατερίνας. Ο συγχωρεμένος ο άνδρας της, της είχε αφήσει αρκετή περιουσία, την οποία όμως είχε από τον πατέρα του, τον κύριο Αλέξη. Έτσι λοιπόν είχε αρκετά αποθέματα στις αποθήκες.
Η Κατερίνα λοιπόν, στην Κατοχή αυτή την σκληρή, και την μεγάλη πείνα, άρχισε την διανομή στους πεινασμένους. Είχε ένα πιάτο βαθύ, το γέμιζε, και μοίραζε γενναιόδωρα. Όταν οι ελεηθέντες της έδιναν ευχές, εκείνη έλεγε «όχι, μην με ευχαριστείτε εμένα, το σιτάρι είναι από την περιουσία του πεθερού μου, του μπάρμπα Αλέξη, να λέτε «Θεός σχωρέσ’ τον κυρ Αλέξη».
Όταν μοίρασε τις περισσότερες από τα μισά, είδε στον ύπνο της τον πεθερό της, για τον οποίον έλεγαν ότι ήταν ο φοβερότερος τσιγκούνης του χωριού, παρόλον που ήτανε αρκετά ευκατάστατος. Τον είδε λοιπόν σαν κατάδικο με τα μαλλιά μεγαλωμένα μέχρι κάτω, σε κακά χάλια, με γένια και βρώμικον πολύ. Η Κατερίνα τότε πήρε ένα ψαλίδι, – στον ύπνο της αυτά – πήρε ένα ψαλίδι, του έκοψε τα μαλλιά, τον καθάρισε. Τον ξύρισε, τον περιποιήθηκε, τον έπλυνε, του φόρεσε και καινούργια άσπρα ρούχα και έτσι το πρόσωπο του κεκοιμημένου φωτίσθηκε. Έλαμπε ολόκληρος. Τότε γύρισε και της είπε με ανακούφιση.
– Νάσαι ευλογημένη Κατερίνα μου. Με τις ελεημοσύνες σου με έβγαλες από τον Άδη, και μ’ έκαμες στρατηγό, πρίγκιπα.
Επιβεβαιώνεται εδώ ο λόγος του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οποίος λέγει «όταν οι ελεημοσύνες γίνονται με πίστη, με αγάπη, και με καθαρή καρδιά, βγάζουν ψυχές από την Κόλαση και τις πηγαίνουν στον Παράδεισο.
Αυτά όλα τα αφηγήθηκαν με συγκίνηση, ο γιος της ευλογημένης αυτής ψυχής, της κυρά Κατερίνας, μαζί με την γυναίκα του, τη νύφη της δηλαδή, σε ένα προσκύνημά τους που έκαναν στην Παναγία την Βαρνάκοβα, την Διακαινίσιμο εβδομάδα φέτος, το 2009.
Μακάριοι οι ελεήμονες, λοιπόν, ότι αυτοί ελεηθήσονται. Η ελεημοσύνη όμως αδελφοί μου έχει πολλές μορφές και πολλές πνευματικές διαστάσεις.
– Και πρώτα πρώτα η ελεημοσύνη δηλώνει την ευσπλαχνία του Αγίου Θεού προς τον άνθρωπο. Ούτος ο άνθρωπος, λέγει η Αγία Γραφή, λήψεται ευλογίαν παρά Κυρίου, και ελεημοσύνην παρά Θεού Σωτήρος αυτού. Έτσι κάθε μορφή δικαιοσύνης του Θεού προς τον άνθρωπον, είναι και μορφή ελεημοσύνης και αγάπης προς αυτόν, αφού ο ίδιος ο Κύριος οδήγησε ή οδηγείται, ως πρόβατον επί σφαγήν, και πεθαίνει αντί γι’ αυτόν πάνω στο Σταυρό.
– Δεύτερον. Η ελεημοσύνη είναι ακόμα η δικαία ανταπόκρισις του αγωνιζομένου χριστιανού, προς τον Θεόν. «Ελεημοσύνη έσται υμίν, εάν φυλασσόμεθα ποιείν πάσας τας εντολάς ταύτας, εναντίον Κυρίου του Θεού ημών, καθ’ ά ενατήλατο ημίν». Να το ερμηνεύσουμε. Το έλεος του Κυρίου θα είναι μαζί σας. Εάν φροντίσουμε να τηρούμε όλες τις εντολές ενώπιον του Θεού μας, όπως Αυτός μας διέταξε. Από το Δευτερονόμιον. Με αυτό θέλει να μας πει ο Θεός, ότι ο Θεός μας δικαιώνει και μας ελεεί, όταν εμείς εφαρμόζουμε τις άγιες εντολές Του. Ο αγαπών με, λέει, τας εντολάς μου τηρήσει. Και έτσι δικαιώνεται.
– Τρίτον. Η ελεημοσύνη είναι η έμπρακτη και ανιδιοτελής ευσπλαχνία του χριστιανού προς τον πλησίον του, του χριστιανού προς τον συνάνθρωπόν του. Ακόμα και προς τον εχθρόν του. Με ενεργουμένη την συμπαράσταση προς αυτόν. Και με τρόπο υλικόν, και με τρόπο πνευματικόν. Δεν είναι δηλαδή η μετάδοσις μόνον χρημάτων, ρούχων, τροφίμων, και άλλων υλικών αναγκών, αλλά και ένας άρρηκτος σύνδεσμος, και με τις άλλες Ευαγγελικές αρετές και κυρίως με την προσευχή και τη νηστεία. Και εξηγούμαι. Ο Κύριος, στην επί του όρους ομιλία του, βλέπουμε να θεωρεί τις τρείς αυτές αρετές, την ελεημοσύνη, την νηστεία και την προσευχή, σαν στύλους της αληθινής θρησκευτικής ζωής, και μάλιστα εν κρυπτώ. Και στις τρείς περιπτώσεις. Εν κρυπτώ. Δηλαδή στα κρυφά, πολύ κρυφά. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μορφής ελεημοσύνη είναι προέκτασις της πνευματικής υγείας του χριστιανού. Δηλαδή της πραγματικής αγάπης που έχει και προς τον Θεόν και προς τον πλησίον. Μερικοί πατέρες μας λέγουν ότι η πραγματική ελεημοσύνη, με τη μορφή των κρυφών έργων, και με ταυτόχρονη νηστεία και προσευχή, μόνο από καθαρή και ταπεινή καρδιά μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αλλά τις καρδιές των ανθρώπων δεν τις γνωρίζουμε εμείς. Τις γνωρίζει μόνον ο Θεός διότι Αυτός είναι ο Παντογνώστης, Αυτός ετάζει καρδίας και νεφρούς. Και δω ακριβώς συνδέεται με τη δικαιοσύνη. Τι θα πει αυτό. Δεν μπορούμε να κλέβουμε και ύστερα να δίνουμε ελεημοσύνη. Δεν αγιάζει ο σκοπός τα μέσα, όπως πολύ κακώς υποστηρίζει η αιρετική παπική δήθεν εκκλησία. Ούτε μπορούμε να καταπατούμε το δίκαιον του αδυνάτου. Να αισχροκερδούμε εις βάρος του, και κατόπιν να προσφέρουμε λίγα ψίχουλα στους φτωχούς, στους αστέγους, στους αναπήρους, στους σεισμοπαθείς και λοιπά, ή ακόμα και σε ναούς και σε μοναστήρια και νάχομε κατόπιν τη συνείδησή μας ήσυχη και αναπαυμένη, όχι, αυτό δεν είναι ούτε ελεημοσύνη ούτε φιλανθρωπία. Μόνον ο ολοκληρωμένος χριστιανός, ο ευσεβής και φιλόθεος έχει αληθινή κατά Θεόν φιλανθρωπία. Εάν έχει συσσωρεύσει με αδικία πλούτον πολύ, δεν θα κάνει ελεημοσύνη; Θα την κάνει, αλλά θα την κάνει όπως την έκανε ο Ζακχαίος. «Ιδού τα ημίσυ των υπαρχόνταν μοι, δίδωμι τοις πτωχοίς». Πόσα έχω; Τα μισά θα τα μοιράσω. Και όποιον έχω αδικήσει, θα τον αποκαταστήσω στο τετραπλούν. Τον αδίκησα χίλια ευρώ; Θα του δώσω τέσσερεις χιλιάδες. Τότε πιάνει τόπο η ελεημοσύνη του πλουσίου που έγινε πλούσιος με αδικίες.
Ο ελεήμων, λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, είναι εκείνος που βοηθά τον πλησίον του με ό,τι του έχει δώσει ο Θεός, είτε χρήματα, είτε τρόφιμα, για να καλυφτούν οι ανάγκες των πτωχών. Και συμπληρώνει. Αν όμως έχεις δύναμη και εξουσία, προσέξτε, αν έχεις δύναμη και εξουσία, από μας δεν είναι κανένας, αλλά, το λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, να θυμίσει λίγο τα καθήκοντα των δυνατών, τότε να προστατεύεις τον αδύνατο. Να δικαιώνεις τον αδικούμενον, και να ελέγχεις τον παρανομούντα. Εάν πάλι έχεις δύναμη στο λόγο, χάρισμα στο λόγο, μνήμη καλή από τας Αγίας Γραφάς και τους Πατέρας, τότε οφείλεις να στηρίζεις τον αδύνατο στην πίστη. Να κατηχείς και να καταρτίζεις αυτούς που αγνοούν τις Ευαγγελικές αλήθειες και να ελέγχεις τους αιρετικούς και πλανεμένους. Και τέλος αν έχεις δύναμη και παρρησία στην προσευχή, τότε μετά δακρύων να επικαλείσαι το έλεος του Αγίου Θεού για κάθε άνθρωπο που αμαρτάνει, για όλους δηλαδή, γιατί όλοι αμαρτάνουμε, όλοι είμεθα αμαρτωλοί, και πρώτος εγώ. Τα λόγια αυτά του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, έχουν μια προέκταση της ελεημοσύνης, που είναι πέρα για πέρα καθαρά πνευματική.
Μακάριοι οι ελεήμονες. Άρα οι ελεήμονες επαναλαμβάνω, δεν είναι μόνον εκείνοι που προσφέρουν υλικά αγαθά, αλλά και κείνοι που προσφέρουν το σωστικό λόγο μετά ταπεινώσεως και την προσευχή μετά δακρύων και εν κρυπτώ, και ο Θεός ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει εν τω φανερώ.
Οι υλικές ανάγκες των πτωχών στην εποχή μας αδελφοί μου, είναι πάρα πολλές, ιδίως στον τρίτο κόσμο όπου οι άνθρωποι και μάλιστα τα παιδιά πεθαίνουν κατά χιλιάδες κάθε μέρα. Έτσι υπολογίζεται ότι δύο τρείς χιλιάδες παιδιά, πεθαίνουν κάθε μέρα από την πείνα, διότι δεν έχουν ούτε νερό να πιούν. Ασυγκρίτως όμως μεγαλύτερες και ουσιαστικότερες, είναι οι πνευματικές ανάγκες για πίστη στον αληθινό Θεό και το Ευαγγέλιό Του, ανάγκες που τις έχουν όλοι οι άνθρωποι σε ολόκληρο τον κόσμο. Και πολύ περισσότερο αυτές τις ανάγκες τις έχουμε εμείς οι Νεοέλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί, που ενώ κατέχουμε ανόθευτη την αποκεκαλυμμένη αλήθεια δια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εν τούτοις την αγνοούμε. Την αγνοούμε αυτήν την αλήθεια, αγνοούμε το Ευαγγέλιο, αγνοούμε τον λόγον του Θεού, επειδή θέλουμε να τα αγνοούμε αυτά. Και τα αγνοούμε γιατί αμαρτάνουμε, και δεν θέλουμε να τα μάθουμε για να μην μας ελέγχουν. Και προπαντός όταν αναφερόμεθα στην Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, τότε λέμε «δεν υπάρχει τίποτα απολύτως».
Ο δε Άγιος Ισαάκ ο Σύρος βεβαιώνει ότι η αρετή της πνευματικής ελεημοσύνης, είναι μερικές φορές πολυτιμότερη, και ευρύτερη της προσφοράς των υλικών αγαθών. Εγώ θα σας το διαβάσω όπως το τονίζει και θα το ερμηνεύσομε. «Ελεημοσύνη εστί καύσις καρδίας υπέρ πάσης της κτίσεως», για όλη την κτίση, καίγεται η καρδιά μου, για ολόκληρη την κτίση. Υπέρ πάντων των ανθρώπων, για όλους τους ανθρώπους, υπερ πάντων των επί γης και του ουρανού, και ότι βρίσκεται στον ουρανό και ό,τι βρίσκεται στη γή. Υπερ των εν βασάνοις προγευσαμένων. Για αυτούς που προγεύονται δηλαδή την Κόλαση. Έχω κάυση καρδίας, πονώ. Και αυτών ακόμα των καταχθονίων, – λυπάμαι και τους δαίμονες.- Και υπερ παντός κτίσματος, και της μνήμης και της θεωρίας όλων αυτών, όταν τα φέρνω όλα αυτά μέσα στη μνήμη μου, μέσα στο κεφάλι μου, και τα λοιπά, τότε αρχίζουν οι ποταμοί των δακρύων από τα μάτια μου.
Και προχωρώντας ο Άγιος ακόμα υψηλότερα, μας λέγει ότι η νοερά ησυχία μετά της καρδιακής προσευχής και θέρμης, είναι πολύ ανώτερη της προσφοράς πάσης υλικής ελεημοσύνης και παντός υλικού αγαθού. Η εσωτερική ειρήνη, λέγει, και η δακρύβρεκτη ολονύχτια προσευχή, τονίζει ο Άγιος, έχουν μεγαλύτερη αξία στα μάτια του Θεού, από το να τρέφεις πεινώντας, να καταπλήττεις τα πλήθη με τους λόγους σου, να κάνεις δηλαδή φοβερά κηρύγματα, και να κρέμονται όλοι από τα χείλη σου, και να λένε «α, πα πα , τα είπε ωραία … φοβερά !..» και να ειρηνεύεις με την διδασκαλία σου τους διεστώτας. Η ολονύχτια λοιπόν δακρύβρεχτη προσευχή είναι ασυγκρίτως πολυτιμότερη αυτών των τριών πραγμάτων που αναφέρομε, δηλαδή από του να τρέφομε τους πεινούντας πρώτον, δεύτερον από το να καταπλήσσουμε τα πλήθη με τα κηρύγματά μας, και τρίτον από το να ειρηνεύομε με το λόγο μας και τη διδασκαλία μας, εκείνους που βρίσκονται μεταξύ τους σε διχόνοια και αντιπαράθεση με πολλή κακία. Ασφαλώς εδώ, ο ιερός ησυχαστής, δεν καταργεί με αυτά που λέγει την ελεημοσύνη των έργων, αλλά τονίζει τη μεγάλη αξία της καθαρής και συντετριμμένης προσευχής. Άλλωστε ο Θεός αμείβει και ένα ποτήρι νερό δροσερό που θα δώσουμε στο διψασμένο, γι αυτό και βεβαιώνει ότι ου μη απωλέσωμεν τον μισθόν ημών – δεν θα χάσουμε τον μισθό μας αν προσφέρουμε ένα ποτήρι νερό. Και ως γνωστόν ο ίδιος ο Κύριος είναι αυτός που θα βραβεύσει κατά την Δευτέραν αυτού Παρουσία και Κρίση, όλους τους δικαίους και ευσεβείς που ίσχυσαν πρακτικά έργα ελεημοσύνης και αγάπης.
Το διαβάζουμε σαν Ευαγγελικό Ανάγνωσμα την Κυριακή των Απόκρεω. «Επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα και εποτίσατέ μοι, ξένος ήμην και συναγάγετέ μοι, γυμνός και περιεβάλετέ μοι, ησθένησα και επισκέψασθέ με, εν φυλακή ήμην και ήλθετε προς με. Και εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων των αδελφών μου, εμοί εποιήσατε». Και ας μην ξεχνάμε ότι όλα αυτά τα πρακτικά έργα φιλανθρωπίας και ελεημοσύνης πρέπει να γίνονται με καλοσύνη, με ευγένεια, με ιλαρότητα, με ανοιχτή την καρδιά. Μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός.
Στα χρόνια της Κατοχής, 1941 – 1945, και στην μετέπειτα δεκαετία (ή δεκαετίες), υπήρξε μια γυναίκα στο Βόλο, χριστιανή, ολοκληρωμένη χριστιανή, με νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, Θεία Κοινωνία και άλλα, η οποία εμάζευε τα ονόματα όλων των ζητιάνων της πόλεως και των συνοικιών, για τους οποίους έπαιρνε, με τις δικές της έρευνες, πολλές πληροφορίες για την πραγματική τους κατάσταση, που όντως ήταν αξιοθρήνητη. Κάλυπτε όσο μπορούσε τις υλικές τους ανάγκες, αλλά όταν πέθαιναν, και εδώ είναι το μεγαλείον, το μεγαλείο της και η μεγαλοψυχία της, – τόχουμε δει μόνο στον Άγιο Μαρκίονα αυτό – φρόντιζε όχι μόνο για μια κανονική κηδεία, αλλά τους έκανε και τα τριήμερα και τα εννιάμερα, και τα σαράντα, και το χρόνο, ακόμα και για την εκταφή τους μεριμνούσε, και αυτό το έργο το είχε σαν διακόνημα, η κυρία Μαρία, μέχρι που εκοιμήθη οσιακώς το 1962.
Αυτά από τις βιωματικές εμπειρίες της αείμνηστης γερόντισσας Μακρίνας απ’ την Πορταριά του Βόλου.
Να αδελφοί μου μια μεγάλη πράξη ελεημοσύνης διαφορετικής μορφής απ’ αυτές που ξέρουμε μέχρι σήμερα. Αυτό μας διδάσκει και μας προτρέπει, στο να την μιμηθούμε αν γνωρίζουμε κάποιους αξιοθρήνητους συμπολίτες μας, που δεν έχουν μοίρα στον ήλιο, όπως λέει ο λαός μας. Όταν πεθαίνουν και δεν έχουν κανέναν στον κόσμο, να αναλαμβάνουμε εμείς προσωπικά και με την συνδρομή άλλων χριστιανών, την φροντίδα της ταφής, των μνημοσύνων, ακόμα και της εκταφής τους. Ο τρόπος που ενεργούσε αυτή η ευλογημένη ψυχή, που η καταγωγή της ήταν από τη Μικρά Ασία, βλέπετε γεμάτο πρόσφυγες ήταν, και είναι ο Βόλος, ήταν απολύτως σύμφωνη με τους Ευαγγελικούς λόγους που αναφέραμε. Όλες αυτές οι πράξεις εγίνοντο εν κρυπτώ, με χαρά και καλοσύνη. Ποιος τις απεκάλυψε; Ο πνευματικός της, – μετά το θάνατό της.
Οι δε αγρυπνίες της είχαν αναφορά μαζί με τους πτωχούς και όλους Ορθοδόξους ιερείς παντός βαθμού. Γι’ αυτό και ο Θεός στις προσευχές της, κατά τη διάρκεια των νυχτερινών της προσευχών, την έλουζε συχνά με αναστάσιμο φώς.
Για να πάμε και σε κάτι άλλο. Γιατί καμιά φορά, τα παραδείγματα είναι πιο δυνατά από τα λόγια.
Κάποτε χριστιανοί μου κάποιος μοναχός, έφυγε από το κοινόβιο και την ευλογημένη υπακοή και πήγε στην έρημο να γίνει ησυχαστής. Ο λογισμός του απαιτούσε να αφοσιωθεί μέρα νύχτα στη μελέτη και θεωρία του ονόματος του Ιησού Χριστού και μάλιστα στο μυστήριο της Τριαδικότητος του Αγίου Θεού. Έτσι πίστευε ότι θα μπορούσε μέσα στην ερημιά και στη γαλήνη της ησυχίας να ενωθεί με τον Θεόν χωρίς μέριμνες και χωρίς σκοτούρες. Ύστερα όμως από δυο τρείς ημέρες, δεν μπορεί κανένας να αντέξει και παραπάνω εδώ που τα λέμε, σε κάποια στιγμή των ιερών του στοχασμών, αισθάνθηκε κοντά του την παρουσία κάποιου… Τι ήταν? Ένα μικρό ποντίκι. Είχε ανεβεί στην μπαλωμένη και τρύπια παντούφλα του, και μύριζε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού του. Έτσι αποσπάσθηκε η προσοχή του και ήταν αδύνατον να κρατήσει αμετακίνητο το νου του, στην ενθύμηση του Θεού και στην προσευχή του. Το είδε και είπε μέσα του, τι είπε μέσα του τώρα, «Εγώ άφησα τα πάντα για να επικοινωνώ αμέριμνα και σωστά με τον Θεόν και να έρχεται τώρα να μου την χάλασε ένας ποντικός. Ε, αυτό δα, παρατραβάει το κορδόνι, και λέγει νευριασμένος στο ποντίκι, δυνατά τώρα:
-«Γιατί βρε σιχαμένο μου διακόπτεις την προσευχή μου;»
-«Γιατί πεινάω, απάντησε το ποντίκι».
Και ο ησυχαστής ανταπάντησε με αγανάκτηση, χωρίς να αναρωτηθεί, πώς το ποντίκι μίλησε με ανθρώπινη φωνή,
-«Φύγε από δω βρέ μαγαρισμένο, εγώ προσπαθώ με χίλιους κόπους να δώ πώς θα ενωθώ με τον Θεό, και συ ήρθες να μου ζητήσεις να ασχοληθώ με την κοιλιά σου;» και φράπ, τίναξε το πόδι του και πέταξε τον ποντικό στην απέναντι γωνία της σπηλιάς του.
Και τότε το ποντίκι γυρίζει και με πολύ ηρεμία, αφού τον κοίταξε στα μάτια, του απάντησε, με ανθρώπινη γλώσσα:
– «Μάθε το μια για πάντα, πάτερ, αν δεν μπορέσεις με τους γύρω συνασκητάς σου και με τον γέρο Αβακούμ, που ψήνεται στον πυρετό, και πεθαίνει από την πείνα μέσα σε μια διπλανή σου σπηλιά, αλλά και με τον κάθε Αβακούμ, δηλαδή τον πλησίον σου, που πονάει και υποφέρει, που πεινάει και διψάει και κείται γυμνός και πληγιασμένος, και δεν τον συμπονέσεις, και δεν του σταθείς, στα προβλήματά του, τότε, ποτέ, μα ποτέ δεν θα μπορέσεις να ενωθείς με τον Θεόν της αγάπης και του ελέους. Και χάθηκε ο ποντικός.
Χριστιανοί μου, αυτή η ιστορία είναι βγαλμένη από την πείρα των αγίων γερόντων, ή των αγίων ασκητών, μας λέγει ότι για να ελεηθούμε και ενωθούμε με τον Θεόν, απαιτείται, χρειάζεται, πέρα από την πνευματική ελεημοσύνη της προσευχής και η πρακτική συμπαράστασή μας στις ανάγκες του πλησίον, ακόμα και του εχθρού μας. Μακάριοι λοιπόν οι ελεήμονες, ότι αυτοί ελεηθήσονται. Και μάλιστα την πρακτική μας ελεημοσύνη να την κάνουμε με καλοσύνη και αγάπη, και πάντοτε αν είναι δυνατόν, και όσο μας είναι δυνατόν, εν κρυπτώ.
Χριστιανοί μου έχει σημασία το πρόσωπό μας να είναι ιλαρό, καλοσυνάτο και γεμάτο αγάπη. Να δείχνουμε και να είμεθα από καρδιά χαρούμενοι. Γιατί εκείνη τη στιγμή το κέρδος της ελεημοσύνης είναι πολύ μεγάλο. Με λίγα ευρώ ή τρόφιμα εξαγοράζουμε τον ουρανό και τον Παράδεισο. Γι’ αυτό και Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του, επαναλαμβάνει ότι «ο ελεών εν ιλαρότητι», αυτός δηλαδή που ελεεί, να ελεεί με ιλαρότητα. Παρακάτω λέγει, «ταις χρείαις των αγίων κοινωνούντες», να βοηθάτε δηλαδή τους άλλους χριστιανούς όταν έχουν ανάγκη. Και με αυτό ήθελε να δείξει ότι η ελεημοσύνη στους ευσεβείς χριστιανούς, σε μας όλους που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή σ’ αυτόν εδώ τον ναό, είναι σχέσις και πνευματική ανταλλαγή. Είναι κοινωνία αγαθών, είναι εμπόριο ουρανίων και επιγείων αγαθών, διότι εκείνοι που ελεούν προσφέρουν όπως είπαμε υλικά αγαθά για να καλυφθούν βασικές ανάγκες διατροφής, ενδυμασίες, θερμάνσεως, ενοικίου και λοιπά, αλλά και οι ελεούμενοι όμως, ανταποδίδουν τον ουρανό και την θεία ευλογία στην καρδιά του ελεούντος. Δηλαδή ο πτωχός ευσεβής χριστιανός όταν ελεείται, σαν ανταπόδωση, προσφέρει στον ελεούντα την παρρησία του στον Θεό. Τι θα πεί αυτό; Αυτό σημαίνει ότι προσεύχεται ο ελεημένος και η προσευχή του πιάνει τόπο. Εισακούεται. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά μερικοί ζητιάνοι που είναι έξυπνοι. Τι λένε; «Θεός σχωρές τα πεθαμένα σου». Έτσι η ελεημοσύνη είναι το πλέον κερδοφόρο εμπόριο. Προσφέρουμε στους πτωχούς αδελφούς μας υλικά αγαθά, πρόσκαιρα και φθαρτά, και εισπράττουμε αιώνια και άφθαρτα, δηλαδή τα αγαθά της βασιλείας των ουρανών.
Και να πως μας τα διδάσκει ο θεοφώτιστος άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ενώ κάθεσαι στο σπίτι σου, έρχεται ο πτωχός να σου πουλήσει τον Παράδεισο, και σου λέει, δώσμου λίγο ψωμί και πάρε τον Παράδεισο.
Δώσμου ένα ρούχο και πάρε την Βασιλεία των Ουρανών.
Δώσμου λίγα χρήματα και πάρε τη χαρά των αγγέλων.
Γι’ αυτό και συ χριστιανέ μου, δώσε λίγο ψωμί. Δεν έχεις ψωμί; Δώσε ένα ευρώ. Δεν έχεις λίγα ευρώ; Δώσε ρούχα. Δώσε ένα ποτήρι νερό. Δώσε ένα πιάτο φαγητό. Δώσε λίγο λάδι. Κι αν δεν έχεις τίποτα από όλα αυτά, βγάλε και δώσε το μαντήλι σου. Δώσε κάτι. Μόνον δώσε.
Δώσε και αγόρασε τον Παράδεισο.
Ντύσε τον Χριστό για να σε ντύσει και σένα εν ημέρα κρίσεως.
Σκέπασέ τον στο πρόσωπο του γυμνού αδελφού, για να σε σκεπάσει και εσένα εν ημέρα οργής.
Συγχώρεσέ τον. Έκφρασις απείρου ελεημοσύνης.
Συγχώρεσέ τον, για να σε συγχωρέσει και σένα ο Θεός.
Ω αγία ελεημοσύνη.
Δίνεις έλεος και παίρνεις έλεος χιλιαπλάσιον.
Και τότε και τώρα και πάντοτε.
Αδελφοί μου, μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται.
Κάποτε όταν ήμουν μόλις δεκαπέντε χρονών, διηγείται ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, είδα μια νύχτα στον ύπνο μου μια ωραιοτάτη κοπέλα, τόσο πανέμορφη που δεν μπορώ να περιγράψω την ομορφιά της. Με πλησίασε και με ξύπνησε. Την ξαναβλέπω κοντά μου. Έλαμπε ολόκληρη από ένα ωραιότατο παράδοξο φως. Δεν ήταν όνειρο, ήταν μια ζωντανή πραγματικότητα.
-Ποια είσαι, τη ρωτάω. Από πού έρχεσαι, τι θέλεις;
Μου χαμογέλασε και με πολύ γλυκειά φωνή μου είπε.
-Είμαι η πρωτότοκος κόρη ενός μεγάλου βασιλεως, τον οποίον θα σου γνωρίσω εάν με εκτιμήσεις αληθινά. Έχω όλη την εμπιστοσύνη του. Όταν κατέβηκε στη γη και έλαβε σάρκα και οστά, εμένα συμβουλεύτηκε. Είμαι η ευσπλαχνία, η ελεημοσύνη, η αγάπη.
Και αμέσως εξαφανίστηκε.
Το θείο αυτό όραμα με απασχόλησε όλη τη νύχτα.
Το πρωί σηκώθηκα, ντύθηκα καλά, γιατί έκανε δυνατό κρύο, ήταν χειμώνας, και κατευθύνθηκα προς την εκκλησία για την πρωινή ακολουθία και Θεία Λειτουργία. Καθώς προχωρούσα, παρόλο που ήτο πολύ πρωί και με πολύ κρύο, συνάντησα στο δρόμο ένα ζητιάνο. Έτρεμε από το κρύο. Έβγαλα αμέσως το ζεστό μανδύα που φορούσα, τον τύλιξα στον ζητιάνο και συνέχισα το δρόμο μου. Λίγο πριν φθάσω στην εκκλησία συνήντησα έναν νέο άνδρα ωραιότατον, και όλως παραδόξως ντυμένο στα λευκά.
-Φίλε, μου είπε, σου προσφέρω αυτό το δώρο.
Και μου έδωσε ένα βαλάντιο γεμάτο νομίσματα χρυσά. Το πήρα με απορία. Και παρά την ανεξήγητη χαρά που ένοιωσα, σκέφτηκα ότι δεν έπρεπε να τα δεχθώ, αφού δεν τα είχα ανάγκη. Έτσι γύρισα για να επιστρέψω το βαλάντιο. Ο άγνωστος όμως δωρεοδότης είχε εξαφανιστεί. Και τότε φωτίσθηκα και κατάλαβα. Όση ελεημοσύνη δίνεις στον πλησίον σου για την αγάπη του Θεού, αυτή επιστρέφεται εκατονταπλάσια, για να συνεχίζεις το έργο της αγάπης. Από τότε απεφάσισα, να είμαι αδιακρίτως ελεήμων. Και να αφοσιωθώ στην εξυπηρέτηση των πτωχών και δεινοπαθούντων μέχρι το τέλος της ζωής μου. Ανεξάρτητα αν μερικοί απ’ αυτούς, το εκμεταλλεύονταν αυτό. Γι’ αυτό και πήρε το όνομα, ο Άγιος αυτός, Ελεήμων. Ελεούσε αδιακρίτως. Αυτά μας διηγείται.
Να τον μιμηθούμε κατά το δυνατόν; Ε, έστω και λίγο και μετά διακρίσεως. Τώρα δεν είναι ο καιρός να βάζουμε τον οποιονδήποτε στο σπίτι μας … Τώρα έχουμε εγκληματίες, έχουμε φονιάδες, έχουμε κακοποιούς, έχουμε κλέφτες, έχουμε λωποδύτες και χίλια δυο άλλα πράγματα. Μας ταλαιπωρούν και στο δρόμο και στο λεωφορείο, και στο τραμ, γι’ αυτό είπα μετά διακρίσεως… Θα ζητάμε από τον Θεόν να μας βοηθήσει. Και να μας φωτίσει, πότε, πού και πώς. Θέλεις πού, πότε, ποιόν και πως.
Οι πατέρες ερμηνεύοντες το «επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν» λέγουν, ότι υπάρχουν σεσωσμένοι με πρώτον τον συστραυρούμενον εκ δεξιών του Χριστού ληστήν, και πολλούς αγίους όπως η Οσία Μαρία η Αιγυπτία, που δεν έκαναν κανένα έργο πρακτικής ελεημοσύνης. Άρα ο παραπάνω λόγος του Κυρίου, έχει σχέση και με την πνευματική τροφή, «επείνασα γαρ και εδώκατέ μοι φαγείν», και όχι μόνον με την σωματικήν. Άλλωστε υπάρχουν και αναγωγικές ερμηνείες πολλές σ’ αυτούς τους λόγους. Ο Χριστός όταν είπε ότι «εμόν βρώμα» τροφή δηλαδή, εμόν βρώμα, «εστίν ίνα ποιώ το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός», αυτό το θέλημα ποιό είναι; Ποια είναι η τροφή μου; Η σωτηρία όλων των ανθρώπων! «Εγώ ήλθον ουχί ίνα κρίνω τον κόσμον, αλλ’ ίνα σώσω τον κόσμον».
Και ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας αυτόν τον στίχο, μας λέγει τα εξής: Όταν εφαρμόζουμε από αγάπη τις Ευαγγελικές εντολές, που εκφράζουν το θέλημα του Θεού, τρέφεται από μας ο Θεάνθρωπος Σωτήρας Χριστός. Διότι όπως καθώς από τα πονηρά μας έργα, τρέφονται τα πάθη μας, και τρέφονται και οι ακάθαρτοι δαίμονες, που παίρνουν δύναμη για να μας πολεμούν, έτσι και πάλι, όταν απέχουμε από την αμαρτίαν και το κακό, δηλαδή τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, το φθόνο, τη μνησικακία, την οργή, το θυμό, τη ζήλεια, και τόσα και τόσα άλλα, εκείνοι οι βρωμεροί δαίμονες, αρχίζουν και πεινούν, και αδυνατίζουν, όπως αδυνατίζουν και τα πάθη μας. Το ίδιο και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που πτώχευσε για τη δική μας σωτηρία, τρέφεται και χορταίνει, όταν εφαρμόζουμε εμείς τις άγιες εντολές του. Και πάλι λυπείται, και στενοχωρείται, να πούμε και πεινά, όταν δεν τηρούμε εμείς, το Πανάγιον θέλημά του. Αυτή ήταν η ερμηνεία, του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου.
«Μακάριοι οι ελεήμονες ότι αυτοί ελεηθήσονται».
Μακάριοι χριστιανοί μου, ή άγιοι χριστιανοί μου, τα τέκνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα μυρύπνοα αυτά άνθη του Παραδείσου, είναι οι πραγματικοί ελεήμονες διότι αυτοί πρεσβεύουν, στο Θεό πάνω στον ουρανό για μας. Και αυτούς πρέπει άλλωστε να μοιάσουμε. «Μνήμη αγίου, μίμησις Αγίου». Μας αγαπούν οι Άγιοι. Μας τρέφουν, μας προστατεύουν, μας θεραπεύουν, και μας ελεούν και ιδιαιτέρως, όλως ιδιαιτέρως η Υπεραγία Θεοτόκος. Αλήθεια ποιο το όφελος αν έχουμε λύσει τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και παραμένουν άλυτα τα της ψυχής μας; Όλοι αγωνίζονται όλος ο κόσμος τώρα να λύσουν το οικονομικό πρόβλημα. Την ψυχή ποιος τη σκέπτεται; Κανείς. Μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία πούναι κιβωτός σωτηρίας.
Ποιος θα μας τα λύσει αυτά, αν όχι το έλεος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που πηγάζει μέσα απ’ την Εκκλησία Του και τα μυστήριά της;
Ποιος θα γεμίσει το κενό μέσα μας, αν όχι ο Χριστός με την Ευαγγελική Του διδασκαλία.
Ποιος θα μας στηρίξει στην πίστη;
Ποιος θα μας χαρίσει ελπίδα;
Ποιος μας χαρίσει σπλάχνα οικτιρμών;
Ο Χριστός και η Παναγία Μητέρα Του!
Αδελφοί μου κάθε πράξη ελεημοσύνης πρέπει να είναι πράξις θρησκευτική και όχι καρποί φιλανθρωπικών χορών και κοινωνικών εκδηλώσεων. Οφείλει δηλαδή η ελεημοσύνη να συνδέεται με τα Άγια Μυστήρια. Με τη Θεία Λατρεία, την προσευχή, τη νηστεία, τη μετάνοια, τη μελέτη των γραφών. Η αξία της ελεημοσύνης αποδεικνύεται από το πόσο καθαρή φθάνει στον Θρόνον του Αγίου Θεού, διότι μόνο διαμέσου της Θείας Χάριτος, που κατέρχεται πάλι και σε μας και στον πλησίον τον οποίον βοηθάμε πνευματικά. Ό,τι και να κάνουμε, πρώτα αναβαίνει στο Θεό και απ’ το Θεό κατεβαίνει στην ψυχή και στο σώμα του ανθρώπου.
Κάτι πολύ θαυμαστό λέγει η Αγία Γραφή στη Σοφία Σειράχ. «Πύρ φλογιζόμενον αποσβέσει ύδωρ και ελεημοσύνη εξιλάσσεται αμαρτίας», δηλαδή όπως την αναμμένη φλόγα τη σβήνει το νερό, έτσι και τις αμαρτίες μας, τις εξιλεώνει η ελεημοσύνη. Μ’ αυτό θέλει να πει ότι η ελεημοσύνη βοηθάει τον άνθρωπο να φθάσει στη μετάνοια, και δια της μετανοίας να συγχωρηθούν οι αμαρτίες και να ακολουθήσει πλέον μία σωστή χριστιανική ζωή.
Στο βιβλίο του προφήτου Δανιήλ διαβάζουμε τα εξής.
«Και τας αμαρτίας σου εν ελεημοσύναις λύτρωσε και τας αδικίας εν οικτιρμοίς πενήτων».
Φρόντισε, λέγει ο προφήτης, – σε ποιόν όμως το λέει, στο βασιλιά Ναβουχοδονόσορα- να εξαλήψεις τις αμαρτίες σου με ελεημοσύνες, και τις αδικίες σου με έμπρακτη ευσπλαχνία προς τους πτωχούς. Και συμπληρώνει λέγοντας στον βασιλιά. «Ίσως έσται μακρόθυμος τοις παραπτώμασί σου ο Θεός». Ίσως, του λέει. Αν αυτά γίνουν πράξις, ίσως φανεί ο Θεός μακρόθυμος στα μεγάλα σου παραπτώματα, βασιλιά. Αν αυτά είχαν δύναμη στα χρόνια της Παλαιάς Διαθήκης, πόσο πολύ περισσότερο ισχύουν σήμερα που ζούμε στην εποχή της Θείας Χάριτος; Που τις αμαρτίες μας τις ανέλαβε και τις φορτώθηκε ο Χριστός στο Σταυρό; Δεν έχουμε παρά εμείς να τις εξομολογηθούμε στον πνευματικό, και κείνος να σχίσει το χειρόγραφον των αμαρτιών μας. Γι’ αυτό λέμε ότι η ελεημοσύνη συνδέεται με μυστηριακή πνευματική ζωή. Άρα και με την μετάνοια και την κατά δύναμιν, άσκηση, υπομονή, αγάπη, για να μπορεί να φθάσει στο θρόνο του Θεού, ως θυμίαμα ευωδιαστό.
Στο βιβλίο του Τωβίτ βεβαιώνεται ότι «ελεημοσύνη εκ θανάτου ρύεται και ουκ εά εισελθείν εις το σκότος». Η ελεημοσύνη λέγει, ο πατέρας στο γιό, ο Τωβίας δηλαδή στον Τωβίτ, σε απαλλάσσει από το θάνατο και δεν σε αφήνει να εισέλθεις στο αιώνιο σκοτάδι της κολάσεως. Εδώ οι Πατέρες της Εκκλησίας, μας λέγουν ότι ελεημοσύνη, μπορεί να μας δώσει και λύτρωση απ’ τον αιώνιο θάνατο. Το είπαμε άλλωστε, τι μας βεβαιώνει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ότι οι ελεημοσύνες βγάζουν άνθρωπο απ’ την κόλαση και τον πάνε στον Παράδεισο, αρκεί να προκαλείται από καθαρή καρδιά, που έχει πίστη και αγάπη, ταπείνωση και προσευχή, μετάνοια και συντριβή, δηλαδή από καθαρή καρδιά που είναι γεμάτη από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και τότε ξεχειλίζει από ενεργουμένη αγάπη, προς τον πλησίον, με σκοπό όχι μόνον την κάλυψη των υλικών αναγκών, αλλά και της ψυχικής μου σωτηρίας. Οδηγώντας τον πλησίον στην μετάνοια, στο πετραχήλι του πνευματικού, στο Άγιον Ποτήριον, στη Θεία Κοινωνία, στη λύτρωση και στην σωτηρία.
Η αγάπη του Θεού νάναι πάντοτε μαζί σας.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου