Όταν ή ψυχή ταράζεται από οργή, ή θολώνεται από μέθη, ή ενοχλείται από φοβερή λύπη, δεν μπορεί ο νους να κρατήση τη μνήμη τού Κυρίου Ιησού, ακόμη και αν κανείς τον βιάζει. Γιατί όπως είναι σκοτισμένος από την σκληρότητα των παθών, χάνει την πνευματική του αίσθηση. Γι' αυτό η επιθυμία της ευχής δεν έχει πού νά τυπώσει τη σφραγίδα της, ώστε ο νους νά διατηρή αλησμόνητα τα λόγια τής ευχής, επειδή η μνήμη τής διάνοιας σκληραίνει από την ωμότητα των παθών.
Αν όμως ή ψυχή είναι ελεύθερη από αυτά τα πάθη, ακόμη και αν για λίγο λησμονήσει το ποθούμενο όνομα, αμέσως ο νους μεταχειρίζεται την ενεργητικότητα του και ξαναπιάνει γερά το πολυπόθητο εκείνο και σωτήριο θήραμα. Γιατί τότε ή ψυχή έχει την ίδια τη θεία χάρη πού μελετά και κράζει μαζί της το «Κύριε Ιησού», όπως μία μητέρα διδάσκει στο βρέφος της το όνομα «πατέρα» και το επαναλαμβάνει μαζί του μέχρις ότου το συνηθίσει νά φωνάζει «πατέρα» ακόμη και όταν κοιμάται, αντί νά λέει ό,τιδήποτε άλλο από αυτά πού συνηθίζουν τα βρέφη. Γι' αυτό ο Απόστολος λέει: «Έτσι και το Πνεύμα μας βοηθεί και μάς στηρίζει στην ασθένειά μας• γιατί δε γνωρίζομε τι να προσευχηθούμε όπως πρέπει, αλλά το ίδιο το Πνεύμα μεσιτεύει για χάρη μας και μάς εμπνέει στεναγμούς πού δεν εκφράζονται με λόγια». Επειδή εμείς είμαστε νήπια απέναντι στην τελειότητα της προσευχητικής αρετής, έχομε πάντοτε ανάγκη από τη βοήθεια τού Πνεύματος, το οποίο με την ανέκφραστη γλυκύτητα Του συγκεντρώνει και γλυκαίνει όλους τους λογισμούς μας και μάς κατευθύνει ώστε νά κινηθούμε με ολόκληρη τη διάθεοή μας στη μνήμη και την αγάπη του Θεού και Πατέρα μας. Γι' αυτό, όπως πάλι λέει ο θεσπέσιος Παύλος, με την παρακίνηση του Αγίου Πνεύματος, όταν Αυτό μάς διδάσκει νά ονομάζομε ακατάπαυστα το Θεό Πατέρα, λέμε: «Αββά, Πατέρα».
Άγιος Μαρκιανός -Ελεημοσύνη
Ο ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ήτο ιερεύς στην Κωνσταντινούπολη αγιώτατος άνθρωπος. Ανάμεσα στις άλλες αρετές πού τόν στόλιζαν υπερείχαν η άκτημοσύνη κι' ή ελεημοσύνη. Παράδοξος συνδυασμός!
Καθώς στεκόταν πολύ ψηλότερα άπό κάθε γήϊνο αγαθό, ό Μαρκιανός δέν απέκτησε ποτέ πράγμα δικό του, πού νά έχη κάποια άξια, ούτε δεύτερο ένδυμα. "Οταν οί γνωστοί του του χάριζαν κάτι, τό έδινε παρευθύς στον πρώτο φτωχό, πού θά συναντούσε στο δρόμο του.
Την Κυριακή που θα γίνονταν τα εγκαίνια της Εκκλησίας τής Αγίας Αναστασίας, πού ήτο ή ενορία του, έφυγε ξημερώματα άπό τή φτωχή καμαρούλα του νά έτοιμάση τό Άγιο Βήμα. Θά λειτουργούσε ό Πατριάρχης μέ άλλους Αρχιερείς. Θά πήγαινε κι'ό Αυτοκράτωρ μέ όλους τους άρχοντας του στά εγκαίνια.
Σάν έφτασε στην Αγία Αναστασία κι' ήτο έτοιμος ν' άνοιξη τήν εξώθυρα του μεγαλοπρεπέστατου ναοϋ, πού αυτός ό ϊδιος μέ τήν απαράμιλλη δραστηριότητα του είχε ανακαινίσει, τόν έπλησίασε ένας δυστυχισμένος άνθρωπος, γυμνός, μελανιασμένος άπό τό κρύο. Έδειχνε νά ύποφέρη πολύ. "Απλωσε διστακτικά τό χέρι νά του γυρέψη ελεημοσύνη. Ό Μαρκιανός έψαξε τίς τσέπες του. 'Αλλά, συνηθισμένο πράγμα σ' αυτόν, δέ βρήκε χρήματα. Έπρεπε όμως νά δώση κάτι σ' εκείνον τόν δυστυχή, καί μάλιστα χρήσιμο. Του ράγισε τήν καρδιά ή γύμνια του, τό τρεμούλιασμα του. Ό φιλάνθρωπος ίερεύς πήρε τήν άπόφασί του. Θά του έδινε τά ρούχα του. Δεύτερα δέν είχε, άλλ' αυτό δέν τόν πείραζε. Τώρα θά φοροϋσε τά ιερατικά του, άφού θά έπαιρνε μέρος στή Λειτουργία. Πήγε στό σκευοφυλάκιο, έφόρεσε τά άμφια του καί όλα του τά ροϋχα τά έδωσε στό φτωχό. Εκείνος έμεινε μέ τό στόμα ανοικτό μπροστά σέ τόση καλωσύνη.
Ήλθαν στό μεταξύ κι' οί άλλοι κληρικοί μέ τόν Πατριάρχη καί άρχισε ή Θ. Λειτουργία. Μά κάτι παράδοξο συνέβαινε εκείνη τήν ήμερα. Τά βλέμματα του εκκλησιάσματος, άπό του Αύτοκράτορος ώς του τελευταίου πιστού, είχαν καρφωθή πάνω στό Μαρκιανό. Τό ίδιο καί τών κληρικών, μέσα στό "Αγιο Βήμα. Δύο μάλιστα άπ' αυτούς είχαν αρχίσει νά σιγοψιθυρίζουν τίς επικρίσεις τους.
- Που βρήκε άραγε τή χρυσοΰφαντη στολή; Αυτός δέν είχε ποτέ του χρήματα. "Ετσι τουλάχιστον φαίνεται.
- Δέ βαρυέσαι.. Υποκρισίες. Κύτταξε, αδελφέ μου, καί με διαμάντια κεντημένη. Άϊ, αυτό αυτό πια καταντά σκάνδαλο.
Όταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας βγήκε με το Άγιο Ποτήριο νά κοινωνήση τόν κόσμο ό Μαρκιανός, ένας ψίθυρος θαυμασμού άκούστησε από τά χείλη όλων. Ή Εκκλησία άστραψε άπό τό φεγγοβόλημα των αμφίων του.
Ένας ανώτερος κληρικός πλησίασε τότε τόν Πατριάρχη με φανερή αγανάκτησι καί του είπε:
- Δεν πρέπει ή άγιωσύνη σου, Δέσποτα, νά παραλείψη να συστήση κάποια μετριότητα σ' αυτόν τόν άσημο κληρικό. Τέτοια στολή ταιριάζει μόνο στό βασιλέα.
Ό αγαθός γέρο - Πατριάρχης άρχισε νά στενοχωριέται μέ τίς διαμαρτυρίες του Ιερατείου του. Είχε φυσικά κι' ό ίδιος απορήσει μέ τήν πρωτοφανή πολυτέλεια των αμφίων πού φόρεσε - έτσι τουλάχιστον νόμιζε - γιά τήν πανηγύρι ό Μαρκιανός. Τόν γνώριζε όμως πολύ καλά γιά νά τόν χαράκτηρίση ματαιόδοξο. Ώς τόσο, αποφάσισε νά τοϋ κάνη λόγο γι' αυτό. Ευθύς λοιπόν μετά τήν απόλυσι καί προτού ακόμη βγάλουν καί οί δυό τά ιερατικά, φώναξε τόν Μαρκιανό στό σκευοφυλάκιο.
- Που βρήκες τή στολή αυτή, Μαρκιανέ; Τόν ρώτησε σε τόνο αυστηρό. Θά έλεγε κανείς, πώς πήρες τήν απόφασι να συναγωνιστής σέ πολυτέλεια τόν Αυτοκράτορα. Ό ιερεύς πρέπει νά είναι μέτριος στην έμφάνισί του, γιά νά μή σκανδαλίζη τό λαό καί μάλιστα τίς πτωχότερες τάξεις.
Ό Ιερεύς έρριξε πρώτα ένα φευγαλέο βλέμμα στά φτωχικά λινά του άμφια, τά μοναδικά πού είχε γιά νά ίερουργή. "Επειτα κύτταξε μέ απορία τόν Επίσκοπο του.
- Γιά ποια στολή ομιλεί ή άγιωσύνη σου, Δέσποτα; Αν πρόκεται γι' αυτήν πού φορώ, είναι ή ϊδια πού πήρα άπό τά χέρια σου, όταν πρίν άπό εικοσιπέντε χρόνια μέ χειροτόνησες Πρεσβύτερο.
Ό Πατριάρχης συνωφρυώθηκε. Αϊ, ήταν πάρα πολύ νά προσπαθή νά τόν ξεγελάση μπροστά στά μάτια του.
-Κι αυτή εδώ; του φώναξε, παίρνοντας στα χέρια του το φελόνι.
Τότε παρατήρησε, πώς κάτω άπό τ' άμφια του ό Μαρκιανός ήτο γυμνός κι' εκείνη ή πολύτιμη στολή πού είχε προκαλέσει τόσο θαυμασμό καί θόρυβο δέν ήταν άλλη άπο τή συνηθισμένη, πού τόσα χρόνια τώρα τόν έβλεπε νά λειτουργή.
- Ποιος σ' έγύμνωσε Μαρκιανέ; Ρώτησε έκπληκτος ό Πατριάρχης.
Ό άξιος λειτουργός του Υψίστου πήρε στά χέρια του τό "Αγιο Ευαγγέλιο, πού μόλις πρό ολίγου είχε τοποθετήσει στή θήκη του καί τό έδειξε στον Αρχιερέα.
- Αυτό μ' εγύμνωσε, άγιε Δέσποτα.
Κατασυγκινημένος ό γέρο - Πατριάρχης έσφιξε στην αγκαλιά του τόν Μαρκιανό καί φιλώντας τον πατρικά του έλεγε:
- 'Ώ, άν όλοι οί ιερείς σ' εμιμούντο, τέκνον μου, δέ θα είχαμε ανάγκη εκκλησιαστικών ρητόρων. Θά εκήρυττε τό φωτεινό τους παράδειγμα.
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου «Αόρατος Πόλεμος»
Ήξευρε γαρ, τέκνον, ότι το πάθος της αμελείας, με το απόκρυφον φαρμάκι του, ολίγον κατ’ ολίγον σαπίζει, όχι μόνον τας πρώτας και μικράς ρίζας, αι οποίαι έμελλον να βλαστήσουν τας έξεις των αρετών, αλλά σαπίζει και εκείνας ακόμη τας ρίζας των καλών έξεων, οπού προλαβόντως αποκτήθηκαν… και με το μέτρον τούτο, ηξεύρει να στήνη παγίδας και βρόγχους ο διάβολος εις κάθε άνθρωπον, μάλιστα δε, εις τας πνευματικάς ψυχάς, ηξεύροντας ότι εύκολα πίπτει εις τας επιθυμίας κάθε αργός και αμελής καθώς γέγραπται «εν επιθυμίαις εστί πάς άεργος» (Παρ. ιγ΄ 4).
Οσίου Νείλου «Περί προσευχής»
Κατάσταση προσευχής είναι μόνιμη ψυχική διάθεση, ελεύθερη από πάθη, που αρπάζει το φιλόσοφο νού σε ύψος νοητό με πολύ σφοδρό έρωτα.
Δεν πρέπει να είναι όποιος θέλει να προσευχηθεί αληθινά, μόνο κύριος του θυμού και της επιθυμίας, αλλά και ελεύθερος από κάθε νόημα εμπαθές (διαποτισμένο ή επηρεασμένο από πάθος).
Όποιος αγαπάει το Θεό, κουβεντιάζει μαζί του σαν με τον πατέρα του, ενώ ταυτόχρονα σιχαίνεται κάθε νόημα γεμάτο πάθος (εμπαθές).
Κατάσταση προσευχής είναι μόνιμη ψυχική διάθεση, ελεύθερη από πάθη, που αρπάζει το φιλόσοφο νού σε ύψος νοητό με πολύ σφοδρό έρωτα.
Δεν πρέπει να είναι όποιος θέλει να προσευχηθεί αληθινά, μόνο κύριος του θυμού και της επιθυμίας, αλλά και ελεύθερος από κάθε νόημα εμπαθές (διαποτισμένο ή επηρεασμένο από πάθος).
Όποιος αγαπάει το Θεό, κουβεντιάζει μαζί του σαν με τον πατέρα του, ενώ ταυτόχρονα σιχαίνεται κάθε νόημα γεμάτο πάθος (εμπαθές).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου