Ό πατήρ Ανδρέας επιθυμούσε να
εργάζεται κοντά στον πνευματικό του πατέρα επίσκοπο Δανιήλ. Ό τελευταίος
γνώριζε πολύ καλά αυτή του την επιθυμία και περίμενε να βρεθεί ή κατάλληλη
ευκαιρία ώστε να την πραγματοποίηση. Πολύ σύντομα ό επίσκοπος κάλεσε τον
π. Ανδρέα να υπηρέτηση στο ΑBKHAZETI ως προϊστάμενος του ιερού ναού του
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι' αυτή τη θέση είχε και την ευλογία του
Πατριάρχου Ηλία του Β'.
Εκείνο τον καιρό υπήρχαν πολλές
αναταραχές στο SUKHUMI και οι κάτοικοι του ζούσαν μέσα σε μια εμπόλεμη κατάσταση. Οι δύο
αντίπαλες ομάδες, οι αυτονομιστές της περιοχής και οι ZVIADISTS, δημιουργούσαν πολλά προβλήματα, από τη μία ανατινάζοντας γέφυρες, προκαλώντας
ζημιές στο σιδηρόδρομο, κάνοντας σαμποτάζ, χαλώντας οδικά δίκτυα, κι από την
άλλη τρομοκρατώντας τούς πολίτες και παίρνοντας τους ακόμη και ομήρους.
Πάρ' όλες αυτές τις αντιξοότητες ό π.
Ανδρέας στα μέσα Φεβρουαρίου του Ι993 ξεκίνησε με το δόκιμο Γαβριήλ από το
Σοχούμι με προορισμό τα Κόμανα. Ξεκίνησαν αρχικά με τα πόδια και στη συνέχεια
επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο και με πολλή δυσκολία κατάφεραν να φτάσουν στον
προορισμό τους αποφεύγοντας πολλά στρατιωτικά μπλόκα πού βρίσκονταν κατά μήκος της
όχθης του πόταμου GUMITSA.
Ή εκκλησία του Αγίου Ιωάννου του
Χρυσοστόμου βρίσκεται στο κέντρο της πόλεως πάνω σ' ένα λόφο. Οι κάτοικοι της
περιοχής υποδέχτηκαν τον π. Ανδρέα με πολλή αγάπη και χαρά, μιας και δεν είχαν
Ιερέα για αρκετό καιρό κ' είχαν μείνει χωρίς θεία λειτουργία. Στα Κόμανα υπήρχαν
μόνο στρατιώτες οι όποιοι είχαν αποκάμει από την μάχη, αλλά τόσο τα κηρύγματα όσο
και ή παρουσία του π. Ανδρέα αποτέλεσαν βάλσαμο στην ψυχή τους. Πήγαιναν πολύ
συχνά να εκκλησιαστούν, αν και αρχικά δεν έδειξαν και τόσο ενδιαφέρον για την πίστη.
Ό πατήρ Ανδρέας μαζί με το δόκιμο
μοναχό Γαβριήλ πήγαιναν συχνά στην πρώτη γραμμή της μάχης, στην εμπόλεμη κυριολεκτικά
ζώνη, και έκαναν συζητήσεις με τους στρατιώτες πάνω σε θέματα πίστεως. Πολλές
φορές έμεναν και στο χωριό Αkhalsheni, όπου και οι ντόπιοι και οι στρατιώτες τούς υποδέχονταν με μεγάλο
ενθουσιασμό. Δυστυχώς εκείνο το χωριό δεν είχε ανθρώπους με αληθινά σταθερή πίστη,
και έτσι ό π. Ανδρέας έπρεπε να τούς κηρύττει συχνά το λόγο του Θεού προκειμένου
να τούς ενδυναμώνει.
Βλέποντας ό διάβολος τις επίπονες
προσπάθειες του π. Ανδρέα ξεκίνησε φοβερό πόλεμο. Ένα βράδυ ό δόκιμος Γαβριήλ
έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας τέτοιας σφοδρής επιθέσεως των δαιμόνων, οι όποιοι
προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πνίξουν τον π. Ανδρέα. Την επόμενη μέρα ό λαιμός του
π. Ανδρέα ήταν γεμάτος μελανιές και μώλωπες. Συμβουλεύοντας το δόκιμο Γαβριήλ του
είπε- Πρόσεξε, θα πρέπει να αντιμετώπισης μόνος σου τον πόλεμο αυτό εναντίον των
δαιμόνων. «Μα δεν μπορώ να νικήσω, πάτερ, σ' αυτή τη μάχη, έκτος κι αν ό Θεός με
σώσει». Πράγματι το ίδιο εκείνο βράδυ ό δόκιμος Γαβριήλ ήρθε και ό ίδιος αντιμέτωπος
με τούς δαίμονες, τούς οποίους νίκησε με τη βοήθεια του Θεού και τις προσευχές του
π. Ανδρέα. Γενικά, οι ατέρμονες συζητήσεις δεν ήταν κάτι πού ανέπαυαν τον π.
Ανδρέα. Ό λόγος του ήταν σύντομος αλλά ακριβής. Ήξερε να συγκινεί τις καρδιές
των ακροατών του μόνο με λίγες λέξεις και να τούς φέρνει σε συναίσθηση μετανοίας
ξυπνώντας μέσα τους την επιθυμία για , ουράνια θέματα.
Ένα άλλο χάρισμα πού είχε δοθεί στον
πατέρα Ανδρέα ήταν αυτό των δακρύων. Έλεγε ασταμάτητα μέσα του την καρδιακή
προσευχή ενθυμούμενος κάθε στιγμή το θάνατο. Αυτή ή διαρκής μνήμη θανάτου ήταν
πάντοτε στο νου του και με αυτό τον τρόπο κατάφερνε τις θλίψεις να τις αντιμετωπίζει
ως ευλογίες.
Τον συνόδευε πάντα ό λόγος του αγίου Σιλουανού
του Άθωνίτου- «Κράτα το νου σου στον αδη και μήν απελπίζεσαι». Όταν κάποιοι ρωτούσαν
τον π. Ανδρέα πώς είναι, εκείνος τούς απαντούσε με μια ερώτηση- Δεν έχεις το
φόβο του θανάτου; έχοντας ύπ' όψιν τον άγιο Μακάριο ό όποιος, αν και είχε
ανέβει με αγγέλους στον παράδεισο, δεν ήξερε αν ό ίδιος θα σωζόταν και τον όσιο
Ποιμένα ό όποιος διακήρυττε, ότι όλοι θα σώζονταν έκτος από τον ίδιο.
Ό πατήρ Ανδρέας έτρεφε μεγάλη αγάπη και
ευλάβεια προς τούς αγίους Πατέρες πού ήταν ησυχαστές και ασκούνταν στη νοερά
προσευχή. Ήξερε από προσωπική πείρα τις δυσκολίες της ησυχαστικής ζωής και τα
εμπόδια πού έπρεπε να ξεπεράσει κανείς για να είναι δοσμένος ολοκληρωτικά στην
ευχή. Αγαπούσε πολύ τούς λόγους του αγίου Σιλουανού του Άθωνίτου, το Πατερικό
της Αιγύπτου και τα γράμματα προς τούς μοναχούς του άγ. Ιωάννου του
Χρυσοστόμου. Πόσο στενοχωρούνταν όταν άκουγε κάποιους να υποστηρίζουν, ότι στις
μέρες τους δεν ήταν δυνατόν κανείς να μιμηθεί τούς Πατέρες εκείνης της
περιόδου! -Γιατί; Γιατί είναι αδύνατον; ρωτούσε αμέσως. Δεν είναι ό θεός ό
ίδιος χθες και σήμερα και πάντα; (Έβρ. 13,8).
Τέλος ένα ακόμη χάρισμα πού είχε δοθεί
στον π. Ανδρέα από το Θεό ήταν εκείνο του να βλέπει τις καρδιές των ανθρώπων και
να καταλαβαίνει σε τί ψυχική κατάσταση ήταν όσοι έρχονταν να τον συναντήσουν.
Αντιλαμβανόταν αμέσως τον λόγο για τον όποιο κάποιος υπέφερε από μια
συγκεκριμένη ψυχική ασθένεια και του έδινε την πιο ευεργετική θεραπεία.
Όλες αυτές οι ακούσιες και οι εκούσιες
ασκήσεις δυνάμωναν την πίστη του π. Ανδρέα και τον προετοίμαζαν, όπως θα δούμε
στο επόμενο άρθρο, για το μαρτυρικό του θάνατο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου