Αφήνοντας
τον Επισκοπικό θρόνο της Αιγίνης, πόθος του Αγίου Διονυσίου ήταν να
αναχωρήσει σε τόπο ησυχαστικό καταλληλότερο για αυστηρότερη πνευματική
ζωή, επιλέγοντας κατά το έτος 1579 το Μοναστήρι της Θεοτόκου της
Αντιφωνήτριας στη γενέτειρά του την Ζάκυνθο, ασκούμενος με σκληρή
νηστεία, προσευχή, χαμευνία, ελεημοσύνη, νουθετώντας καθημερινώς τους
Χριστιανούς. Χαρακτηριστικό των μεγάλων αρετών που αξιώθηκε αυτός ο
Άγιος άνθρωπος, ήταν η αγάπη του προς τον πλησίον...
Κάποτε
συνέβη, ένας ξένος κακότροπος άνθρωπος, να φονεύσει τον αγαπημένο
αδελφό του Αγίου, που τον έλεγαν Κωνσταντίνο και ήταν ένας ενάρετος,
σπουδαίος και φημισμένος άρχοντας της Ζακύνθου. Ο φονιάς αφού διέπραξε
το έγκλημα, φοβούμενος τους συγγενείς του φονευθέντος, έφυγε για να
γλιτώσει την ζωή του, και κρυβόταν σε τόπους ερημικούς και δύσβατους.
Όμως, κατ’ Οικονομίαν Θεού, βρέθηκε στο Μοναστήρι της Αντιφωνήτριας,
χωρίς να γνωρίζει ότι εκεί ήταν Ηγούμενος ο Άγιος Διονύσιος, ο αδελφός
του θύματος. Τρομαγμένος και φοβισμένος σαν μισοπεθαμένος, με δάκρυα στα
μάτια πέφτει γονατιστός στα πόδια του Αγίου, παρακαλώντας να τον κρύψει
σε απόκρυφο τόπο. Βλέποντάς τον ο Άγιος τόσο φοβισμένο, τον ρώτησε για
την αιτία και εκείνος του αποκρίθηκε ότι φοβόταν για την εκδίκηση των
αρχόντων Σιγούρων, οι οποίοι τον κυνηγούσαν για να τον σκοτώσουν, διότι
είχε φονεύσει έναν συγγενή τους, τον Κωνσταντίνο. Ο Άγιος Διονύσιος,
μαθαίνοντας ότι μπροστά του είχε τον φονιά του αδελφού του, αισθάνθηκε
μεγάλο πόνο στην καρδιά του και με δάκρυα στα μάτια του είπε
στενάζοντας: «Ω άνθρωπε, τι σε έφταιξε ο καλός εκείνος άρχοντας και τον
θανάτωσες άδικα;» Προτίμησε όμως να τηρήσει την εντολή του Θεού, που
θέλει να κάνουμε καλό σε όσους κάνουν το κακό και αντί να τον τιμωρήσει
τήρησε την ανεξικακία του Χριστού που συγχώρησε αυτούς που τον Σταύρωσαν
και αφού ενθάρρυνε και παρηγόρησε τον φονιά, τον έκρυψε σε απόκρυφο
τόπο, φιλεύοντάς τον με φιλοφροσύνη και ευσπλαχνία.
Σε
λίγη ώρα, ήρθαν στο Μοναστήρι οι συγγενείς του Αγίου, κουρασμένοι από
την οδοιπορία, λυπημένοι για τον θάνατο του ανθρώπου τους, συνοδευόμενοι
από οπλισμένους ανθρώπους. Βλέποντάς τους ο Άγιος προσποιήθηκε ότι δεν
γνώριζε τίποτα και τους ρώτησε για τον λόγο που είχαν έρθει. Αυτοί του
είπαν για την δολοφονία του αδελφού του και τον ρώτησαν εάν πέρασε από
εκεί ο φονιάς που αναζητούσαν γιατί θέλανε να εκδικηθούν για τον θάνατο
του Κωνσταντίνου. Ο Άγιος κλαίγοντας, συμβούλεψε τους συγγενείς του να
αναχωρήσουν από το Μοναστήρι, θέλοντας να σώσει τον φονιά και όταν
εκείνοι απομακρύνθηκαν, τον κάλεσε από την κρύπτη αποκαλύπτοντάς του την
αλήθεια, ότι δηλαδή ήταν αδελφός του θύματος και αφού τον συμβούλεψε
σαν πατέρας και τον έφερε σε μετάνοια, τον συγχώρησε και τον συνόδευσε
κάτω στην παραλία, δίνοντάς του τρόφιμα και ότι άλλο χρειαζόταν,
βοηθώντας τον να φύγει σε άλλον τόπο για να σώσει την ζωή του,
δείχνοντας έτσι την μεγάλη του αρετή και την αγιότητά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου