Ὅποιος δὲν ἐλεεῖ γενναιόδωρα τοὺς φτωχοὺς (παρ’ ὅλο ποὺ ἔχει τέτοια
δυνατότητα), δὲν ἔχει σταθερὴ ἐλπίδα στὸν Κύριο. Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ
δώσει, ἀλλὰ δὲ δίνει καθόλου, δὲν ἔχει πίστη, φοβᾶται μήπως πτωχέψει, ἂν
καὶ σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Προφήτη ὁ Θεὸς ποτὲ δὲν ἀφήνει τὸ δίκαιο καὶ
οἱ ἀπόγονοί του δὲ ζητᾶνε ψωμί.
Κοντὰ στὸν Ἐπουράνιο Πατέρα ὄχι μόνο τὰ παιδιά Του, ἀλλὰ καὶ οἱ μισθωτοί, ἔχουν περίσσιο ψωμί, καὶ οἱ εὐεργεσίες ποὺ κάνει γιὰ μᾶς εἶναι πάντα μεγάλες, ποὺ δέ μᾶς ἀξίζουν. Νὰ μιμεῖσαι καὶ ἐσὺ τὸν Ἐπουράνιο Πατέρα. Νὰ ἔχεις καὶ ἐσὺ ἄφθονη τροφὴ καὶ νερό, ὄχι μόνο γιὰ τὰ δικά σου παιδιὰ ἢ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχεις στὴ θέση τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς μισθωτούς.
* * *
Ὅταν συναντᾶς τοὺς φτωχούς, λέγε στὸν ἑαυτό σου· «ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς» (Ψαλ. 122, 2), καὶ νὰ μὴ βαρεθεῖς ποτὲ νὰ δίνεις ἐλεημοσύνη.
Νὰ βοηθᾶς τοὺς φτωχούς, γιατί ὁ Θεὸς θὰ σοῦ πληρώσει δεκαπλάσια. Ἤδη ἔχεις ἀμέτρητες παρόμοιες ἐμπειρίες.
Πρόσβαλες τὸ Χριστό· ἔδωσες στὸ φτωχό, ἐσὺ ποὺ τὰ ἔχεις ὅλα, ἕνα μικρὸ κέρμα 2 καπίκια καὶ τοῦ εἶπες· «Εἶσαι τυχερός». Τί εἶναι αὐτό; Εἰρωνεία. Μήπως αὐτὰ πού τοῦ ἔδωσες εἶναι πολλά; «Ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσετε ὑμῖν» (Μτ. 7, 2).
Γλυκὸ ὄνειρο. Εἶδα στὸν ὕπνο μου τὸ μακαρίτη τὸν τσάρο μας τὸ Νικόλαο σὰν νὰ ἦταν ζωντανὸς καὶ νὰ μὴν εἶχε πεθάνει ποτέ. Περπατοῦσε στὸ δρόμο καὶ μπῆκε στὸ σπίτι ἑνὸς γνωστοῦ του, τὸν ὁποῖο πολλὲς φορὲς ἔχει εὐεργετήσει.
Καὶ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος τοῦ εἶπε ὅτι ἐγὼ ἔκανα μὶα μεγαλόψυχη πράξη δίνοντας σὲ ἕνα πρόσωπο πλούσια ἐλεημοσύνη. Ἔβλεπα στὸ ὄνειρο ὅτι κοντὰ σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι βρισκόμουν καί ἐγὼ καὶ ἤθελα νὰ δῶ τὸν τσάρο.
Ὁ τσάρος χάρηκε πολὺ γι’ αὐτὴ τὴν πράξη τῆς ἐλεημοσύνης μου καί μοῦ ἔδειξε πολλὴ ἀγάπη, μοῦ εἶπε ἕναν ὡραῖο λόγο καί μοῦ ἔδωσε κάποιο χαρτάκι, γιὰ τὸ ὁποῖο νόμιζα πὼς ἦταν ἕνα ρούβλι. Μοῦ εἶπε ἐπίσης νὰ τὸν περιμένω καὶ ὅτι θὰ πᾶμε μαζὶ στὸ σπίτι του γιὰ νὰ πιοῦμε τσάι. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐγὼ ἔδειξα τὸ χαρτάκι πού μοῦ εἶχε δώσει ὁ τσάρος στοὺς ἄλλους καὶ εἴδαμε ὅτι τὸ χαρτάκι αὐτὸ ἦταν βασιλικὸ κουπόνι, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσα ἀπὸ ὁποιαδήποτε τράπεζα νὰ πάρω 160 ἀσημένια ρούβλια.
Ὅλοι ἔλεγαν ὅτι ὁ τσάρος μοῦ ἔκανε μεγάλη εὐεργεσία. Τόσο γενναιόδωρα μὲ ἀντάμειψε γιὰ μὶα μόνο πράξη ἐλεημοσύνης. Περίμενα μέχρι νὰ φύγει γιὰ τὸ σπίτι του. Ὅταν ἔφευγε, μοῦ χαμογέλασε καὶ πῆρε δρόμο γιὰ τὸ παλάτι, ἐγὼ τὸν ἀκολούθησα. Περπατοῦσα μερικὰ βήματα πίσω του.
Ὁ τσάρος ἦταν σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ κανένας στὸ δρόμο δὲν τοῦ ἔδινε σημασία. Ὅπως ἀκριβῶς κι ἐμεῖς, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουμε τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Ὁ τσάρος ἔφτασε στὸ σπίτι. Μπῆκα κι ἐγὼ στὸ παλάτι καὶ βρῆκα ἐκεῖ κάποιους φτωχοὺς καὶ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ τσάρου, οἱ ὁποῖοι μὲ ρώτησαν γιὰ ποιό λόγο βρίσκομαι ἐδῶ, καὶ ἐγὼ τοὺς ἐξήγησα τὸ λόγο.
Περίμενα πολὺ ὥρα καὶ ἤδη ἑτοιμαζόμουν νὰ φύγω, γιὰ νὰ πάω νὰ ἀλλάξω τὸ καπέλο, γιατί αὐτὸ ποὺ φοροῦσα δὲν ἦταν καὶ τόσο καλό, δὲν ἦταν δικό μου, τὸ πῆρα βιαστικὰ ἀπὸ κάποιον ἀντὶ νὰ πάρω τὸ δικό μου. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐμφανίστηκαν οἱ πρίγκιπες, γιὰ νὰ δοῦν αὐτὸν ποὺ ὁ τσάρος ἔδειξε τὴν εὐμένειά του. Ἀπὸ διπλανὰ δωμάτια μπῆκαν στὴν αἴθουσα καὶ ἄλλοι πρίγκιπες καὶ μὲ φωτεινὸ χαμόγελο ἄρχισαν νὰ μὲ ρωτᾶνε· «Τί θέλετε νὰ σᾶς κεράσουμε;» Ἐγὼ τοὺς ἀπάντησα· « Ὁ πατέρας σας μὲ κάλεσε γιὰ τσάι». Ἦλθαν καὶ οἱ πριγκίπισσες πολὺ χαμογελαστὲς καὶ χαρούμενες καὶ μὲ χαιρέτησαν. Σὲ λίγο ἔφεραν καὶ τὸ τσάι. Ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν τσάρο δὲν τὸν εἶδα ξανά… Στὴ γυναῖκα μου ἔλεγα μετὰ· «Βλέπεις πῶς ὁ Θεός μᾶς ἀμείβει, μὲ ἀλληγορικὸ τρόπο, γιὰ μιὰ καλή μας πράξη; Ἂς μὴ χάνουμε ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουμε τὸ καλό». Πόση γλυκύτητα αἰσθανόμουν μέσα μου μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὄνειρο! Καὶ πολὺ καιρὸ μετὰ τὴν αἰσθανόμουν μέσα στὴν καρδιά μου!
Ὅταν δίνεις ἐλεημοσύνη, πρόσεχε νὰ μὴν περιφρονεῖς στὴν καρδιά σου τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖο δίνεις· ἀλλιῶς, ὁ Κύριος θὰ σὲ τιμωρήσει στὴν καρδιά σου. Νὰ μὴν ξεχνᾶς ὅτι δίνοντας στὸ φτωχὸ δίνεις στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἔτσι ἐγὼ σήμερα (Κυριακή), στὸν ὄρθρο, αἰσθανόμουν σὰν νὰ εἶχε μπεῖ ἀγκάθι στὴν καρδιά μου, γιὰ μιὰ ἀνάλογη ἀπροσεξία μου, παρ’ ὅλο ποὺ εἶχα προηγουμένως μετανοήσει ὅταν διάβαζα τὴν ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως.
Πολλὲς φορὲς ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ ἀνθρώπου κρύβει μέσα της φιλαργυρία καὶ πλεονεξία, χωρὶς κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ καταλαβαίνει αὐτό. Δοκιμάστε τον καὶ θὰ τὸ δεῖτε. Ζητῆστε του νὰ κάνει μερικὲς μεγάλες θυσίες καὶ θὰ δεῖτε πόσο ἐπιφανειακὴ εἶναι ἡ εὐσπλαχνία του. Ἕνα ἀπὸ τὰ δυό· ἢ θὰ ἀρνηθεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτὸ ἤ, στὴν περίπτωση ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν τὸ κάνει, θὰ τὸ κάνει μὲ μεγάλο παράπονο.
Τὸ νὰ δίνεις στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ μὴ δίνεις στοὺς δικούς σου εἶναι ὑποκρισία.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :
Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ».
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2004.
arnion.gr
* * *
Κοντὰ στὸν Ἐπουράνιο Πατέρα ὄχι μόνο τὰ παιδιά Του, ἀλλὰ καὶ οἱ μισθωτοί, ἔχουν περίσσιο ψωμί, καὶ οἱ εὐεργεσίες ποὺ κάνει γιὰ μᾶς εἶναι πάντα μεγάλες, ποὺ δέ μᾶς ἀξίζουν. Νὰ μιμεῖσαι καὶ ἐσὺ τὸν Ἐπουράνιο Πατέρα. Νὰ ἔχεις καὶ ἐσὺ ἄφθονη τροφὴ καὶ νερό, ὄχι μόνο γιὰ τὰ δικά σου παιδιὰ ἢ γι’ αὐτοὺς ποὺ ἔχεις στὴ θέση τους, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς μισθωτούς.
* * *
Ὅταν συναντᾶς τοὺς φτωχούς, λέγε στὸν ἑαυτό σου· «ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χεῖρας τῶν κυρίων αὐτῶν, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς» (Ψαλ. 122, 2), καὶ νὰ μὴ βαρεθεῖς ποτὲ νὰ δίνεις ἐλεημοσύνη.
* * *
Νὰ βοηθᾶς τοὺς φτωχούς, γιατί ὁ Θεὸς θὰ σοῦ πληρώσει δεκαπλάσια. Ἤδη ἔχεις ἀμέτρητες παρόμοιες ἐμπειρίες.
* * *
Πρόσβαλες τὸ Χριστό· ἔδωσες στὸ φτωχό, ἐσὺ ποὺ τὰ ἔχεις ὅλα, ἕνα μικρὸ κέρμα 2 καπίκια καὶ τοῦ εἶπες· «Εἶσαι τυχερός». Τί εἶναι αὐτό; Εἰρωνεία. Μήπως αὐτὰ πού τοῦ ἔδωσες εἶναι πολλά; «Ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσετε ὑμῖν» (Μτ. 7, 2).
Ἀξία τῆς Ἐλεημοσύνης
Γλυκὸ ὄνειρο. Εἶδα στὸν ὕπνο μου τὸ μακαρίτη τὸν τσάρο μας τὸ Νικόλαο σὰν νὰ ἦταν ζωντανὸς καὶ νὰ μὴν εἶχε πεθάνει ποτέ. Περπατοῦσε στὸ δρόμο καὶ μπῆκε στὸ σπίτι ἑνὸς γνωστοῦ του, τὸν ὁποῖο πολλὲς φορὲς ἔχει εὐεργετήσει.
Καὶ ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος τοῦ εἶπε ὅτι ἐγὼ ἔκανα μὶα μεγαλόψυχη πράξη δίνοντας σὲ ἕνα πρόσωπο πλούσια ἐλεημοσύνη. Ἔβλεπα στὸ ὄνειρο ὅτι κοντὰ σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι βρισκόμουν καί ἐγὼ καὶ ἤθελα νὰ δῶ τὸν τσάρο.
Ὁ τσάρος χάρηκε πολὺ γι’ αὐτὴ τὴν πράξη τῆς ἐλεημοσύνης μου καί μοῦ ἔδειξε πολλὴ ἀγάπη, μοῦ εἶπε ἕναν ὡραῖο λόγο καί μοῦ ἔδωσε κάποιο χαρτάκι, γιὰ τὸ ὁποῖο νόμιζα πὼς ἦταν ἕνα ρούβλι. Μοῦ εἶπε ἐπίσης νὰ τὸν περιμένω καὶ ὅτι θὰ πᾶμε μαζὶ στὸ σπίτι του γιὰ νὰ πιοῦμε τσάι. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐγὼ ἔδειξα τὸ χαρτάκι πού μοῦ εἶχε δώσει ὁ τσάρος στοὺς ἄλλους καὶ εἴδαμε ὅτι τὸ χαρτάκι αὐτὸ ἦταν βασιλικὸ κουπόνι, μὲ τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσα ἀπὸ ὁποιαδήποτε τράπεζα νὰ πάρω 160 ἀσημένια ρούβλια.
Ὅλοι ἔλεγαν ὅτι ὁ τσάρος μοῦ ἔκανε μεγάλη εὐεργεσία. Τόσο γενναιόδωρα μὲ ἀντάμειψε γιὰ μὶα μόνο πράξη ἐλεημοσύνης. Περίμενα μέχρι νὰ φύγει γιὰ τὸ σπίτι του. Ὅταν ἔφευγε, μοῦ χαμογέλασε καὶ πῆρε δρόμο γιὰ τὸ παλάτι, ἐγὼ τὸν ἀκολούθησα. Περπατοῦσα μερικὰ βήματα πίσω του.
Ὁ τσάρος ἦταν σὰν ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος καὶ κανένας στὸ δρόμο δὲν τοῦ ἔδινε σημασία. Ὅπως ἀκριβῶς κι ἐμεῖς, ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουμε τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας. Ὁ τσάρος ἔφτασε στὸ σπίτι. Μπῆκα κι ἐγὼ στὸ παλάτι καὶ βρῆκα ἐκεῖ κάποιους φτωχοὺς καὶ μερικοὺς ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες τοῦ τσάρου, οἱ ὁποῖοι μὲ ρώτησαν γιὰ ποιό λόγο βρίσκομαι ἐδῶ, καὶ ἐγὼ τοὺς ἐξήγησα τὸ λόγο.
Περίμενα πολὺ ὥρα καὶ ἤδη ἑτοιμαζόμουν νὰ φύγω, γιὰ νὰ πάω νὰ ἀλλάξω τὸ καπέλο, γιατί αὐτὸ ποὺ φοροῦσα δὲν ἦταν καὶ τόσο καλό, δὲν ἦταν δικό μου, τὸ πῆρα βιαστικὰ ἀπὸ κάποιον ἀντὶ νὰ πάρω τὸ δικό μου. Ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐμφανίστηκαν οἱ πρίγκιπες, γιὰ νὰ δοῦν αὐτὸν ποὺ ὁ τσάρος ἔδειξε τὴν εὐμένειά του. Ἀπὸ διπλανὰ δωμάτια μπῆκαν στὴν αἴθουσα καὶ ἄλλοι πρίγκιπες καὶ μὲ φωτεινὸ χαμόγελο ἄρχισαν νὰ μὲ ρωτᾶνε· «Τί θέλετε νὰ σᾶς κεράσουμε;» Ἐγὼ τοὺς ἀπάντησα· « Ὁ πατέρας σας μὲ κάλεσε γιὰ τσάι». Ἦλθαν καὶ οἱ πριγκίπισσες πολὺ χαμογελαστὲς καὶ χαρούμενες καὶ μὲ χαιρέτησαν. Σὲ λίγο ἔφεραν καὶ τὸ τσάι. Ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν τσάρο δὲν τὸν εἶδα ξανά… Στὴ γυναῖκα μου ἔλεγα μετὰ· «Βλέπεις πῶς ὁ Θεός μᾶς ἀμείβει, μὲ ἀλληγορικὸ τρόπο, γιὰ μιὰ καλή μας πράξη; Ἂς μὴ χάνουμε ποτὲ τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουμε τὸ καλό». Πόση γλυκύτητα αἰσθανόμουν μέσα μου μετὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ ὄνειρο! Καὶ πολὺ καιρὸ μετὰ τὴν αἰσθανόμουν μέσα στὴν καρδιά μου!
Νὰ μὴν ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς περιφρόνησης
Ὅταν δίνεις ἐλεημοσύνη, πρόσεχε νὰ μὴν περιφρονεῖς στὴν καρδιά σου τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖο δίνεις· ἀλλιῶς, ὁ Κύριος θὰ σὲ τιμωρήσει στὴν καρδιά σου. Νὰ μὴν ξεχνᾶς ὅτι δίνοντας στὸ φτωχὸ δίνεις στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἔτσι ἐγὼ σήμερα (Κυριακή), στὸν ὄρθρο, αἰσθανόμουν σὰν νὰ εἶχε μπεῖ ἀγκάθι στὴν καρδιά μου, γιὰ μιὰ ἀνάλογη ἀπροσεξία μου, παρ’ ὅλο ποὺ εἶχα προηγουμένως μετανοήσει ὅταν διάβαζα τὴν ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως.
Νὰ μὴν εἶναι ἐπιφανειακὴ ἢ ὑποκριτικὴ
Πολλὲς φορὲς ἡ ἐλεημοσύνη τοῦ ἀνθρώπου κρύβει μέσα της φιλαργυρία καὶ πλεονεξία, χωρὶς κἄν καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ τὸ καταλαβαίνει αὐτό. Δοκιμάστε τον καὶ θὰ τὸ δεῖτε. Ζητῆστε του νὰ κάνει μερικὲς μεγάλες θυσίες καὶ θὰ δεῖτε πόσο ἐπιφανειακὴ εἶναι ἡ εὐσπλαχνία του. Ἕνα ἀπὸ τὰ δυό· ἢ θὰ ἀρνηθεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτὸ ἤ, στὴν περίπτωση ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν τὸ κάνει, θὰ τὸ κάνει μὲ μεγάλο παράπονο.
* * *
Τὸ νὰ δίνεις στοὺς φτωχοὺς καὶ νὰ μὴ δίνεις στοὺς δικούς σου εἶναι ὑποκρισία.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :
Ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης
«ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ».
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 2004.
arnion.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου