Ἡ ψυχὴ τοῦ πράου μοιάζει μὲ κάποια κορυφὴ ὄρους, ποὺ ἔχει μὲν λεπτὴ
αὔρα, δέχεται δὲ καθαρὲς τὶς ἀκτίνες τοῦ φωτός, ἐκχύνει καθαρὰ τὰ νερὰ
τῶν πηγῶν καὶ προβάλλει πολλὲς τὶς χάριτες τῶν ἀνθεῶν, καὶ ὅμοια τῶν
λειβαδιῶν καί κήπων τῆς ἀνοίξεως καί μοιάζει ἀκόμη μὲ φυτὰ καὶ ἄνθη μὲ
φυλλώματα καὶ τρεχούμενα νερά· ἐὰν δὲ συμβεῖ νὰ ἀκουσθεῖ καὶ κάποιος
ἦχος, εἶναι μελωδικὸς καὶ παρέχει πολλὴ εὐχαρίστηση σὲ αὐτοὺς ποὺ τὸν
ἀκούουν.
Διότι μοιάζει σὰν τὰ ὠδικὰ πτηνὰ ποὺ κάθονται στὰ ἄκρα τῶν φύλλων τῶν
δένδρων, καὶ τὰ τζιτζίκια καὶ τὰ ἀηδόνια καὶ τὰ χελιδόνια ποὺ βγάζουν
ὅλα μαζὶ μιὰ μουσική, ἢ σὰν τὸ ζέφυρο ποὺ ἤρεμα πνέει τὰ φύλλα τῶν
δένδρων καὶ κάνει νὰ συρίζουν τὰ κωνοφόρα καὶ τὰ πεῦκα, καὶ μιμεῖται
πολλὲς φορὲς τοὺς κύκνους ἢ μοιάζει μὲ λειβάδι ποὺ εἶναι γεμάτο ἀπὸ ρόδα
καὶ κρίνα ποὺ κλίνουν τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο καὶ δίνουν γαλάζιο χρῶμα,
ὅπως ἀκριβῶς παρουσιάζεται τὸ πέλαγος γαλάζιο μὲ ἤρεμα κύματα. Μᾶλλον δὲ
πολλὲς εἰκόνες μπορεῖ κανεὶς νὰ βρῇ.
Διότι, ὅταν μὲν κάποιος ρίξει τὸ βλέμμα του σὲ κάποια ἄνθη, νομίζει ὅτι
βλέπει τὰ χρώματα τῆς ἴριδος, ὅταν δὲ στοὺς μενεξέδες, νομίζει ὅτι
βλέπει θάλασσα ποὺ κυματίζει, ὅταν δὲ στὰ κρίνα νομίζει ὅτι βλέπει τὸν
οὐρανό.
Συμβαίνει δὲ τότε ὁ ἄνθρωπος νὰ εὐχαριστεῖτε ὄχι μόνο μὲ τὴ θέα καὶ τὴν
ὄψη ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ σῶμα του. Διότι ἐκεῖνο καὶ πιὸ πολὺ τὸν διεγείρει καὶ
τὸν ἀνακουφίζει, ὥστε νὰ νομίζει ὅτι εἶναι μᾶλλον στὸν οὐρανὸ παρὰ στὴ
γῆ.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ κάποιος ἄλλος μελωδικὸς ἦχος ὅπως ὅταν τὸ νερὸ κινεῖται
ἀπὸ μόνο του ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ ὅρους καὶ κατέρχεται ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς
χαράδρες καὶ προκαλεῖ μὲ τὰ κάτω ἀπὸ αὐτὸ λιθάρια θόρυβο ἥσυχο καὶ ἤρεμο
καὶ προξενεῖ μὲ τὴν εὐχαρίστηση τέτοια χαλάρωση τῶν μελῶν, ὥστε νὰ
ἐπιφέρει ἀμέσως τὸν ὕπνο στοὺς ὀφθαλμούς. Μὲ εὐχαρίστηση ἀκούσατε τὴν
διήγηση, ἴσως δὲ καὶ νὰ γίνατε ἐραστὲς τῆς ἐρημίας…
* * *
Ἡ ψυχὴ τοῦ μακρόθυμου ἀνθρώπου
εἶναι ἡ αὔρα τοῦ λόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου