και είπαν μετά ο ένας στον άλλον· τί κερδίσαμε, που αφήσαμε την αγγελική τάξη κι ήρθαμε σ’ αυτήν την ακαθαρσία, για την οποία και θα απέλθουμε αύριο στο αιώνιο πυρ και στις ατελεύτητες κολάσεις; Ας γυρίσουμε πάλι στην έρημο κι ας μετανοήσουμε. Κι αφου επέστρεψαν, παρακάλεσαν τους Πατέρες να τους δώσουν εντολές, αφού εξομολογήθηκαν αυτά που είχαν πράξει· διέταξαν λοιπόν οι γέροντες να μείνουν αποκλεισμένοι για έναν ολόκληρο χρόνο, και να δίνουν και στους δυό το ίδιο ψωμί και το ίδιο νερό μόνο· κι έμοιαζαν οι δυό αδελφοί και στην όψη.
Όταν συμπληρώθηκε λοιπόν ο καιρός της μετανοίας, εξήλθαν· και τους είδαν οι Πατέρες· κι ήταν ο μεν ένας ωχρός και στυγνός και λειωμένος, κι ο άλλος φαιδρός και ευθυτενής· και θαύμασαν πώς, ενώ έπαιρναν κι οι δυό την ίδια τροφή κι ήταν κατακλεισμένοι, είχαν τέτοια μεγάλη διαφορά στη μορφή τους· ρώτησαν λοιπόν τον στυγνό και του είπαν· με τί ασχολείτο ο λογισμός σου όταν καθόσουν μέσα στο κελλί; κι αυτός είπε· τα κακά που εποίησα, και την κόλαση όπου επρόκειτο να πάω συλλογιζόμουν διαρκώς· κι απ’ τον φόβο κόλλησαν τα κόκκαλά μου στη σάρκα μου· και ρώτησαν και τον άλλον, τί θυμόταν μέσα στο κελλί· κι αποκρίθηκε· ευχαριστούσα τον Θεό, που δεν με άφησε να πεθάνω στην αμαρτία, αλλά μ’ έβγαλε απ’ την ακαθαρσία του κόσμου και της κόλασης και με οδήγησε σ’ αυτήν την αγγελική πολιτεία· και μνημονεύοντας τον Θεό, ευφραινόμουν· κι είπαν οι γέροντες, ότι είναι ίση η μετάνοια και των δυό απέναντι στον Θεό.
Aμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου