Όλα αυτά τα χρόνια ήταν και δεν ήταν μέλος της κατά σάρκα οικογενείας του. Ίσως ακούγεται παράδοξο αυτό. Αλλά ο π. Επιφάνιος και εν προκειμένω πέτυχε, με τη βοήθεια του Θεού, να αποφύγει τα άκρα και να συνθέσει τα διεστώτα:
Απέφυγε, τόσο τη συναισθηματική προσκόλληση στους κατά σάρκα συγγενείς του, η οποία θα ζημίωνε το πνευματικό του έργο, όσο και την ψυχρότητα προς αυτούς, η οποία θα τους τραυμάτιζε ψυχικώς.Παράλληλα επεδίωξε και πέτυχε να ανήκει πρωτίστως στην εν Χριστώ πνευματική του οικογένεια, χωρίς όμως να αγνοεί και την κατά σάρκα οικογένειά του. Είναι γνωστός ο ισχυρός σύνδεσμος του π. Επιφανίου με την πνευματική του οικογένεια, αλλά δεν είναι γνωστή η παράλληλη – διακριτική πάντα – αφοσίωσή του στην κατά σάρκα οικογένειά του.
Δεν υπήρξε γεγονός ευχάριστο ή δυσάρεστο στις οικογένειές μας (γέννηση, βάπτιση, γάμος, κηδεία, μνημόσυνο, δοκιμασία κλπ.), από το οποίο απουσίασε ο π. Επιφάνιος. Αεικίνητος, χωρίς να εγκαταλείπει ούτε στο ελάχιστο την πνευματική του εργασία, στην οποία αφοσιωνόταν ψυχή τε και σώματι τις περισσότερες ώρες της ημέρας του, θυσιάζοντας αγόγγυστα και παρά τις σωματικές του ασθένειες, ακόμα και αυτό τον απαραίτητο χρόνο του φαγητού (συνήθως έτρωγε τηλεφωνώντας) ή του ύπνου (κατά κανόνα άγρυπνος) έβρισκε τρόπο, ώστε να εξοικονομεί, ελάχιστο χρόνο, για να πραγματοποιεί, κατά τις περιστάσεις, σύντομες επισκέψεις στα σπίτια μας ή να μας στέλνει ένα γραπτό μήνυμα ή να επικοινωνεί μαζί μας τηλεφωνικά.
Θεωρούσε την πνευματική του συμπαράσταση και προς τους κατά σάρκα συγγενείς του χριστιανικό χρέος, για το οποίο προσπαθούσε πάντοτε να είναι συνεπής και ακριβής.
Αν και από πλευράς πνευματικής συγκρότησης τον χώριζε από τους κατά σάρκα οικείους του τεράστια διαφορά, ποτέ δε μας αντιμετώπισε «αφ’ υψηλού», αλλά κατά τις συζητήσεις μας άκουγε ταπεινά και λάμβανε σοβαρά υπ’ όψιν τη γνώμη και του νεωτέρου από εμάς, συμπεριφερόμενος ως ίσος προς ίσους.
Είχε τη διάκριση να σέβεται τις απόψεις μας, ακόμη και όταν αυτές ήταν λανθασμένες, επειδή σεβόταν βαθιά την ελευθερία έκφρασης κάθε ανθρώπου.
Ήταν εύστοχος στις απαντήσεις του, αποφεύγοντας τις περιττές φράσεις, περιεκτικός, ετοιμόλογος, και παρόλα αυτά συνήθως σιωπηλός, προτιμώντας να μη μιλάει, εάν προηγουμένως δεν του απευθύναμε κάποια ερώτηση.
Αντίστοιχα ο π. Επιφάνιος πέτυχε να μεταδώσει και σ’ εμάς την πεποίθηση ότι δεν ανήκουμε αποκλειστικά στην κατά σάρκα οικογένειά μας, αλλά ότι ανήκουμε ταυτόχρονα και στη δική του μεγάλη πνευματική οικογένεια.
Αγαπούσε με την καρδιά του όλους μας (αν και προσπαθούσε – συνήθως ανεπιτυχώς – να το αποκρύπτει) και σεβόταν τους μεγαλυτέρους στην ηλικία.
Απολαυστική ήταν η σκηνή των συναντήσεών του με τον κατά σάρκα πατέρα του: Ο πατέρας του προσπαθούσε να ασπασθεί το χέρι του υιού του, ως πνευματικού πατρός και ο υιός το χέρι του πατέρα ως σαρκικός υιός.
Στο σημείο αυτό, θα μου επιτρέψετε ν’ αναφέρω στην αγάπη σας μερικά περιστατικά, αλλά και εικόνες που έζησα κοντά του όλα αυτά τα χρόνια για πολλά από τα οποία συγκατοικούσαμε.
Ουδέποτε τον είδα χωρίς ράσα. Σε σχετική ερώτηση που του έθεσα όταν ήμουν ακόμη έφηβος, εκείνος απάντησε: « Δεν είναι αμαρτία αδελφέ μου ούτε για σένα, ούτε για μένα το να με δεις χωρίς ράσα. Επιθυμώ όμως οι κατά σάρκα συγγενείς μου να γνωρίζουν ότι συγκατοικούν με κληρικό».
Κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμου ακολουθίας της αειμνήστου θείας μας Αλεξάνδρας, η οποία όπως τονίστηκε παραπάνω υπήρξε για πολλά χρόνια φύλακας – άγγελός του, παρατήρησα ότι ασπάστηκε τη σωρό της στα πόδια και όχι στο πρόσωπο. Όταν μετά από λίγες μέρες τον ρώτησα γιατί το έκανε αυτό, εκείνος μου απάντησε:
«Παιδάκι μου, δεν φοβήθηκα το σκανδαλισμό και δεν ασπάστηκα τη θεία στο πρόσωπο. Το έκανα γιατί, όπως καλά γνωρίζεις κι εσύ, η θεία από βρεφικής ηλικίας, είχε αναπηρία στα πόδια της και παρόλα αυτά, έκανε τόσα πολλά για μένα και το έργο μου. Ήθελα λοιπόν με αυτό τον τρόπο – προσευχόμενος παράλληλα – συμβολικά να ευχαριστήσω τα ανάπηρα μέλη της που τόσα προσέφεραν».
Μερικούς μήνες πριν την κοίμησή του κι ενώ βρισκόταν στο ιερό ησυχαστήριο που ο ίδιος ίδρυσε στην Τροιζήνα, κάποιο πνευματικό του τέκνο στην Αθήνα, για να τον ευχαριστήσει, αγόρασε και τοποθέτησε στο υπνοδωμάτιό του ένα κλιματιστικό μηχάνημα εν αγνοία του π. Επιφανίου, επειδή ήταν Αύγουστος και οι μέρες ήταν υπερβολικά ζεστές. Επιστρέφοντας μετά από λίγες μέρες, αδύναμος όπως ήταν απ’ τη σοβαρή ασθένειά του, είδε το κλιματιστικό μηχάνημα. Απ’ ό,τι αντιληφθήκαμε, μέσα του κυριαρχούσε μία πάλη. Από τη μια σκεφτόταν πως δεν ήθελε να σκανδαλίσει τους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν – δεδομένου ότι τότε ήταν πολύ λίγοι εκείνοι που διέθεταν κλιματιστικά μηχανήματα – και από την άλλη αναλογιζόταν την πιθανή λύπη του πνευματικού του παιδιού για την προσφορά αγάπης προς το πρόσωπό του. Σκέφτηκε λοιπόν να δέχεται τους επισκέπτες στο σαλόνι του επί ενοικίῳ σπιτιού του, παρά το ότι υποβασταζόταν για να περπατήσει λόγω αδυναμίας κι έτσι να αποφύγει πιθανό σκανδαλισμό. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι δύο εβδομάδες πριν την κοίμησή του.
Ένα μήνα περίπου πριν την κοίμησή του κάλεσε κοντά του ένα πνευματικό του παιδί – κληρικό και του είπε να πάρει από το συρτάρι του δέκα χιλιάδες δραχμές, εξηγώντας του ότι θα τις παραδώσει στο νεωκόρο του Ιερού Ναού της Χρυσοσπηλαιωτίσσης, όπου και θα εψάλετο η νεκρώσιμος ακολουθία του και λόγω της μεγάλης προσέλευσης ανθρώπων, ο νεωκόρος θα κοπίαζε αρκετά. Όταν έφτασε η ώρα ο κληρικός να παραδώσει τα χρήματα στο νεωκόρο, πραγματοποιώντας την επιθυμία του, εκείνος ξαφνιάστηκε τόσο πολύ που κόντεψε να σωριαστεί λιπόθυμος λέγοντας χαρακτηριστικά: «Πάτερ μου, μέσα στους πόνους και την ταλαιπωρία του ο π. Επιφάνιος σκέφτηκε και το δικό μου κόπο;».
Και στις δύο γέννες της συζύγου μου, οι οποίες έγιναν με καισαρική τομή, τηλεφωνούσε στο χειρουργείο του μαιευτηρίου και μάθαινε τα της επέμβασης και όταν μετά από λίγες μέρες η σύζυγός μου συνήλθε, την επισκέφτηκε στο σαλονάκι της κλινικής με το ανάλογο δώρο φυσικά και απευθυνόμενος και στους δύο μας, μας ρώτησε αν χρειαζόμαστε χρήματα σκεπτόμενος ότι τα έξοδα μιας γέννας είναι αρκετά.
Την άνοιξη του έτους 1989, λίγους μήνες πριν την κοίμησή του και παρ’ όλους τους αφόρητους πόνους που του προκαλούσε η σοβαρή του ασθένεια, τον καλέσαμε στο σπίτι μας για δείπνο. Παρακάλεσε τη σύζυγό μου, που του έκανε το σχετικό τηλεφώνημα, να πάω να τον πάρω με το αυτοκίνητο γύρω στις 8, ώρα που συνήθως ολοκλήρωνε την εξομολόγηση στο Ίδρυμα των Τριών Ιεραρχών. Παρόλο που είχα να τον δω μόλις δύο μέρες, η εξασθένησή του ήταν έντονη και με δυσκολία κινούνταν. Μετά το τέλος του δείπνου με παρακάλεσε να τον συνοδεύσω στο διαμέρισμά του. Κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου, μου είπε κάτι που δεν θα ξεχάσω σε όλη μου τη ζωή: «Αδελφέ μου, αισθάνομαι πολύ αδύναμος. Μόνο ο Θεός γνωρίζει πόσο πολύ πονάω. Εύκολο ήταν να παρακαλέσω τη Θεοφανία να μου στείλει με σένα το φαγητό στο σπίτι μου για ν’ αποφύγω μία επιπλέον μετακίνηση. Άλλωστε ήμουν σίγουρος ότι εκείνη θα έδειχνε την ανάλογη κατανόηση. Αλλά είπα στον εαυτό μου, η Θεοφανία ψώνισε, μαγείρεψε κι έκανε τόσο κόπο για να ετοιμάσει κυρίως για σένα το βραδινό φαγητό. Έχεις το δικαίωμα ν’ αρνηθείς να μεταβείς; Έσφιξα λοιπόν τα δόντια και ήρθα στο σπίτι σας».
17 Νοεμβρίου 1973: Η βραδιά της εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου όπως καθιερώθηκε να λέγεται. Η κατάσταση στους δρόμους ήταν έκρυθμη και ανεξέλεγκτη. Ελεύθεροι σκοπευτές πυροβολούσαν αδιακρίτως. Ο π. Επιφάνιος ετοιμάστηκε να μεταβεί στους Τρεις Ιεράρχες για εξομολόγηση των πνευματικών του τέκνων, όπως άλλωστε έπραττε κάθε απόγευμα. Η μακαριστή θεία Αλεξάνδρα γονατιστή και με δάκρυα στα μάτια τον παρακαλούσε λέγοντάς του: «Μην πας σήμερα παιδάκι μου για εξομολόγηση. Δεν ακούς στο ραδιόφωνο τι γίνεται στους δρόμους;». Εκείνος τη σήκωσε με στοργή και της είπε: «Θεία μου, έστω και μία ψυχή να περιμένει στο εξομολογητήριο, μου είναι αδύνατο να την αγνοήσω».
Εάν με ρωτούσε κάποιος να παρουσιάσω τον π. Επιφάνιο ως αδελφός του, θα χρησιμοποιούσα το τετράπτυχο: Διάκριση – αγάπη – ταπείνωση – μέτρο.
Θα ήθελα να κλείσω την ομιλία μου επαναλαμβάνοντας κάτι που είπα μεγαλοφώνως την ώρα της ταφής του στο Ιερό Ησυχαστήριο της Κεχαριτωμένης Θεοτόκου: “Ευχαριστούμε το Θεό που γεννήθηκες στην οικογένειά μας αείμνηστε αδελφέ μου”.
Ζητώ συγνώμη αν σας κούρασα,σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
αναδημοσίευση από: Προσκυνητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου