Εκείνο το γιόμα ο ηγούμενος στο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας στη Ζάκυνθο Διονύσιος Σιγούρος κι ένας καλόγερος κλάδευαν τα δέντρα στον περίβολο του μοναστηριού,
όταν ένα νέος άντρας, φοβισμένος κι ανήσυχος, όρμησε κοντά τους σαν κυνηγημένο αγρίμι και προσέπεσε στα πόδια του πρώτου:-Σώσε με, γέροντα. Με κυνηγούν να με σκοτώσουν, είπε κι έριχνε ολοένα τα μάτια του με τρόμο κι αγωνία κατά την αυλόπορτα.
Ο ηγούμενος, που ήταν ντόπιος στο νησί και γνώριζε όλους τους συντοπίτες του με το μικρό τους όνομα, κατάλαβε πως ο επισκέπτης δεν ήταν Ζακυνθινός.
-Ποιος, παιδί μου, κατατρέχει έναν ξένο άνθρωπο σ'; αυτόν το φιλόξενο τόπο; ρώτησε παραξενεμένος.
-Οι Σιγούροι, γέροντα ...; Το Σιγουρέϊκο ολάκερο ... Ξαφνιάστηκε ο αγαθός γέροντας για δεύτερη φορά, καθώς άκουσε πως τον ξένο κυνηγούσαν οι στενοί συγγενείς του.
-Γιατί σε κατατρέχουν οι Σιγούροι;
-Έκαμα φονικό, δέσποτα ...;
Σύξυλος απόμεινε λίγες στιγμές ο ηγούμενος:
-Ποιανού αφαίρεσες τη ζωή;
-;Του άρχοντα Κωνσταντίνου Σιγούρου.
Κάηκε η καρδιά του ηγούμενου, καθώς άκουσε πως σκοτωμένος ήταν ο αδερφός του! Ο πόνος τον έπνιξε. Τα μάτια του υγράνθηκαν.
Ένα συναίσθημα παράπονου κι οργής μαζί τύλιξε την καρδιά του και για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του να εκδικηθεί το φονιά του αδερφού του, παραδίνοντάς τον στους διώκτες του για άμεση και δίκαιη τιμωρία.
Για λίγο μονάχα σκέφτηκε έτσι, γιατί ευθύς αμέσως μετάνιωσε. Έβαλε χαλινάρι στο πάθος της εκδίκησης, που γεννήθηκε στην ψυχή του. Όχι, δεν έπρεπε να πάρει εκδίκηση.
Ο ανεξίκακος Κύριος είχε συγχωρήσει τους σταυρωτές Του πάνω στο σταυρό. «Αγαθοποιείτε τους κακοποιούντας υμάς», ήταν η εντολή Του. «Κύριε, ελέησόν με, τον αμαρτωλό», ψιθύρισε κι έκαμε το σημείο του σταυρού.
Στράφηκε κατά το φονιά και, δίχως να του αποκαλύψει πως ήταν αδερφός του θύματος, τον ερώτησε ήρεμα:
-Γιατί, παιδί μου, σκότωσες αυτόν τον καλό άνθρωπο κι αξιότατο άρχοντα στο νησί;
-Η κακιά η ώρα, γέροντα ...; Μα μην το ψάχνεις, αποκρίθηκε τρέμοντας πάντα εκείινος. Κρύψε με μονάχα γρήγορα, σε παρακαλώ, να γλιτώσω από τη δικαιολογημένη οργή τους ...; Κρύψε με, γιατί όπου να ναι καταφτάνουνε στο μοναστήρι και θα με τουφεκίσουν ...;
-Θα σε κρύψω ...; Ακολούθα με.
Τον έκρυψε σ'; ένα απόκρυφο σημείο, που μήτε οι καλόγεροι του μοναστηριού δεν γνώριζαν.
Δεν ήταν ο πρώτος τυχαίος μοναχός ο πατέρας Διονύσιος. Όχι. Είχε λάβει μεγάλη μόρφωση κι από εξαίρετους δασκάλους.
Και θα μπορούσε να έχει κάποιο αξίωμα ή μια σημαντική κοινωνική διάκριση στη Ζάκυνθο, αν από μικρό δεν τον τραβούσε σαν μαγνήτης ο μοναχικός βίος.
Είχε διατελέσει κι αρχιεπίσκοπος της Αίγινας, μα γρήγορα είχε παραιτηθεί για λόγους ταπεινοφροσύνης κι είχε ξαναγυρίσει στο Μοναστήρι του, για να συνεχίσει το σημαντικό χριστιανικό και φιλανθρωπικό του έργο.
Μόλις που πρόλαβε ν'; ασφαλίσει το φονιά κι οι Σιγούροι πρωτοξάδερφα και λοιποί συγγενείς του πλάκωσαν αρματωμένοι, ιδρωμένοι, κατάκοποι και, προπαντός αγριωμένοι:
-Πού είναι ο φονιάς, γέροντα;
Ο πατέρας Διονύσιος καμώθηκε πως δεν γνώριζε τίποτε:
-Δεν είμαστε φονιάδες εδώ, αδέρφια μου ...;
-Δε λέμε για τους ανθρώπους του μοναστηριού, αλλά για το φονιά που τρύπωσε δω μέσα πριν από λίγο ...;
Ο ηγούμενος κράτησε όλη την ψυχραιμία του. Έπρεπε να τους πείσει όχι μονάχα με τα λόγια του, αλλά και με τη στάση του, πως ο φονιάς δεν ήταν εκεί.
Αν υπονοιάζονταν πως τον έκρυβε για λόγους χριστιανικής ανεξικακίας, εκείνοι θα κάνανε το παν να τον ανακαλύψουν.
-Μα τι θέση έχουν τ'; άρματα στο Μοναστήρι; πρόσθεσε.
Εκείνοι του εξιστόρησαν τα γεγονότα όλα κι ο πατέρας Διονύσιος άφησε λεύτερα πια τα δάκρυά του, που ως εκείνη τη στιγμή συγκρατούσε με κόπο.
Θρήνησε βουβά τον άδικο χαμό του αγαπημένου του αδερφού.
-Ναι, αδέρφια μου, μα τώρα τι γυρεύετε με τα ντουφέκια στο Μοναστήρι; είπε στο τέλος, σφουγγίζοντας τα μάτια του.
-Είδαμε που ο φονιάς τράβηξε κατά δω, γέροντα, και θαρρέψαμε πως θα σου γύρευε καταφύγιο, είπε ένας. Πάμε ...; Φεύγουμε ...; Όμως κάπου εδώ τριγύρω θα κρύβεται και θα τον εύρουμε ...; Δε θα γλιτώσει!
Οι Σιγούροι άφησαν το Μοναστήρι και συνέχισαν την αναζήτηση του φονιά στο νησί.
Ο πατέρας Διονύσιος, σαν τα ξαδέρφια του ξεμάκρυναν αρκετά από το Μοναστήρι, πήγε στην κρυψώνα και κάλεσε το φονιά να βγει έξω. Βγήκε εκείνος και βιάστηκε να του καταφιλήσει τα χέρια.
-Σ'; ευχαριστώ, άγιε ηγούμενε. Σ'; ευχαριστώ, που μου έσωσες τη ζωή ...;
-Άνθρωπέ μου, γνωρίζεις ποιος είμαι;
-Όχι, γέροντα.
-Είμαι ο αδερφός του σκοτωμένου, του είπε με φωνή γεμάτη πόνο. Ο αδελφός μου που εσύ του αφαίρεσες τη ζωή, κανέναν δεν είχε βλάψει. Γιατί το έκανες;
Σάστισε ο άλλος. Πάνιασε το πρόσωπό του και το πάνω χείλι του τρεμόπαιξε:
-Κακιά ώρα, δέσποτα, δικαιολογήθηκε ξανά τραυλίζοντας.
-Ανάγκη, αδελφέ μου, να μετανιώσεις γι'; αυτή σου την πράξη. Να γυρέψεις συχώρεση από το Θεό. Γιατί αν χάσεις την ψυχή σου, τα χεις όλα χαμένα ...;
Ο άλλος έβαλε τα κλάματα:
-Μετανιώνω, δέσποτα ...; Μετανιώνω ...;
Ο πατέρας Διονύσιος τον συγχώρεσε. Του έδωσε μάλιστα και λιγοστά χρήματα για τις πρώτες του ανάγκες και τον συνόδεψε ως το γιαλό, όπου τον μπαρκάρισε σ'; ένα περαστικό καραβάκι για την Πελοπόννησο.
Ο πατέρας Διονύσιος κοιμήθηκε στη Ζάκυνθο στις 17 Δεκεμβρίου 1622 κι η Εκκλησία μας για τον ενάρετο βίο του, τη χριστιανική και φιλάνθρωπη δράση και τα θαύματά του τον ανακήρυξε άγιο.
Για την άγια ζει και τα θαύματά του, που ακόμα συνεχίζονται, οι κάτοικοι αυτού του ωραίου νησιού έχουνε πολλά να διηγούνται.
o-nekros.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου