Η ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Προσευχή β΄
Ἡ προσευχή μας,παρατηροῦσε, εἰσακούεται ὅταν ὑπάρχει παροξυσμός ψυχικοῦ ἤ σωματικοῦ πόνου, ὁ ὁποῖος τήν συνοδεύει. Τότε ἡ διάνοια ὑποτάσσεται στήν καρδιά. Ἔλεγε ὅτι τά πρωτεῖα στόν πνευματικό ἀγῶνα τά ἔχει ἡ καρδιά. Ὅταν ἡ καρδιά ἀγαπάει ἀληθινά, τότε πονάει καί προσεύχεται μέ πόνο. Αὐτή ἡ προσευχή εἰσακούεται. Ὁ σωματικός ἤ ὁ ψυχικός πόνος, ἑκούσιος ἤ ἀκούσιος, εἶναι αὐτό πού καθαρίζει τήν καρδιά ἀπό τήν φιλαυτία καί τά παράγωγά της (φιληδονία, φιλοδοξία, φιλαργυρία). Ἡ καθαρή καρδιά προσεύχεται καθαρά, χωρίς λογισμούς καί ἐπιθυμίες. Ἡ καθαρά καρδιακή προσευχή εἶναι τό πιό εὐάρεστο στόν Θεό ἔργο, πού μπορεῖ νά ἐπιτελέσει ὁ ἄνθρωπος. Μιά τέτοια φωνή, πού ξεπηδάει ἀπό τήν καθαρή καρδιά εἰσακούεται ἀπό τόν «ἐτάζοντα καρδίας καί νεφρούς Κύριο»[1].
Δίδασκε ὁ γέροντας: «Ἡ διάνοια ξυπνάει καί σκέφτεται τί ψέμμα θά πεῖ γιά νά ξεγελάσει τόν πελάτη, ἄν εἶναι ἐπαγγελματίας,
πῶς θά φερθεῖ ἐκεῖ, τί θά πεῖ σ' αὐτόνε, τί θά κάνει στόν ἄλλον, πῶς θά οἰκονομήσει περισσότερα. Ἡ καρδιά πάλι βλέπει ἕνα παιδάκι, τό χαϊδεύει...Βάζει τό χέρι στήν τσέπη καί προσφέρει ὁρισμένα χρήματα σ' ἕναν ἀνήμπορο. Τρέχει στό νοσοκομεῖο νά ἐπισκεφτεῖ κάποιον πού εἶναι ἀσθενής...Προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του ἐθελοντικά ἄν θέλει ἤ δίνει χρήματα. Ὅταν μιλήσει ἡ καρδιά μπαίνει τό χέρι στήν τσέπη. Ὅταν μιλάει ἡ διάνοια βγαίνει τό χέρι ἀπ' τήν τσέπη. Ἄρα, λέει, γιά μένα ἡ καρδιά ἔχει τό προβάδισμα» [2]. Ἔλεγε ἀκόμη ὁ π. Πορφύριος ὅτι « ἡ διάνοια δέν ἐνδιαφέρεται γιά τήν προσευχή, γιά τό τί ἐπιδιώκει ἡ καρδιά. Ἔχουνε διαφορετικά ἐνδιαφέροντα. Ἡ μέν διάνοια ἔγκειται ἐπί τά πονηρά, ἡ δέ καρδία προσπαθεῖ νά ἐπικοινωνήσει μέ τό θεῖον...«Ξέρεις ὅτι ὑπάρχει περίπτωσις νά ἐπικοινωνήσεις μέ τόν Θεό; Πότε; Σ' ἕναν παροξυσμό πόνου ψυχικοῦ ἤ σωματικοῦ ἡ διάνοια ὑποτάσσεται, καθηλώνεται στήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς. Καί καρδιά δέν ἐννοοῦμε αὐτό τό σάρκινο τῆς καρδιᾶς. Καρδιά εἶναι πιό μέσα, πιό ἐσωτερικά. Λοιπόν τότε ἐφόσον καθηλώνεται ἔχουμε ἀρνητικό καθοδικό. Καί τί γίνεται ἀμέσως; Γίνεται ἡ λάμψις, γίνεται τό φῶς. Καί γι' αὐτό λέει ὁ Θεός, χτυπῆστε μου τήν πόρτα καί ἐγώ θά σᾶς τήν ἀνοίξω. Ζητῆστε μου ὅτι θέλετε κι ἐγώ θά σᾶς τό δώσω. Πότε; Ὅταν φτάσει ἡ φωνή μας. Εἴδατε στό δρόμο ὅτι ἄν δέν φωνάξεις ἕναν: «Ἔ! Γιάννη, Γιάννη...» δέν γυρίζει νά σέ δεῖ. Πρέπει λοιπόν ν' ἀκουσθεῖ ἡ φωνή μας στό Θεό. Ἀλλά κάθε φορά πού λέμε ὅτι προσευχόμεθα ἀκούγεται ἡ φωνή μας στό Θεό; Εἶναι τό ἐρώτημα. Ὄχι, γιατί πόσες φορές πᾶς νά προσευχηθεῖς, θυμᾶσαι τί σοῦ ἔκανε ὁ ἕνας, τί σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος, πῶς νά ἐκδικηθεῖς, τί θά κάνεις, τί θά ράνεις...Δέν εἶναι δυνατόν νά πεῖς ὅτι προσευχήθηκα ἀπόψε. Γι' αὐτό λοιπόν μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει σωματικά καί ψυχικά τότε μπορεῖ ν' ἀνοίξει τήν πόρτα τοῦ Χριστοῦ»[3].Ἡ προσευχή γιά νά εἶναι σωστή πρέπει νά πηγάζει ἀπό καθαρή καρδιά. Ὁ παραμικρός γογγυσμός κατά τοῦ πλησίον, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐμποδίζει τήν προσευχή. Ἐπίσης ὅταν ὑπάρχουν στήν ψυχή μας πάθη, κακίες, ἐχθρότητες ἡ προσευχή δέν ἀνεβαίνει στόν Θεό. «Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα μας (ἔλεγε ὁ Γέροντας), ὅταν Τόν ἐπικαλούμασθε μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή, νά μήν ἔχει κανένα ἐμπόδιο, νά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό μίσος, ἀπό ἐγωισμό, ἀπό κακία. Πρέπει νά Τόν ἀγαπᾶμε καί νά μᾶς ἀγαπάει. Ἄν, ὅμως, ἔχομε μέσα μας κάποιο κατάκριμα, πάλι ὑπάρχει κάποιο μυστικό. Καί τό μυστικό εἶναι νά ζητήσομε συγγνώμη ἤ νά τό ποῦμε στόν πνευματικό. Ἀλλ' αὐτό θέλει ταπείνωση, ὅπως εἴπαμε. Ἅμα συμμορφωθεῖς ἐφαρμόζοντας τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχεις τύψεις στή συνείδησή σου καί ἔχει ἡρεμία καί κάνεις καλά ἔργα, μπαίνεις στήν προσευχή ἁπαλά, χωρίς νά τό καταλάβεις. Ἔπειτα περιμένεις ἁπλά, σιγά σιγά, μέχρι νά ἔλθει ἡ χάρις. Σέ καθετί πού συμβαίνει, νά ρίχνετε τό βάρος στόν ἑαυτό σας. Νά προσεύχεσθε μέ ταπείνωση, νά μήν αὐτοδικαιώνεσθε. Βλέπετε, γιά παράδειγμα, ἀντιζηλία ἀπό ἀπέναντί; Προσευχή ἐσεῖς μέ ἀγάπη, γιά νά ρίξετε ἀγάπη στήν ἀντιζηλία. Ἀκοῦτε συκοφαντία ἐναντίον σας; Προσευχηθεῖτε. Προσέχετε, γιατί «καί θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται» (Σοφ. Σολ. 1, 10). Ὁ παραμικρός γογγυσμός κατά τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τήν ψυχή σας καί δέν μπορεῖτε νά προσευχηθεῖτε. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τήν ψυχή, δέν τολμάει νά πλησιάσει»[4].
Ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό, ἔλεγε, νά μᾶς ἀγαπήσει. «Ὁ Χριστός θά μᾶς δώσει τήν ταπείνωση. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας νά Τόν ἀγαπήσομε. Ἄς μᾶς ἀγαπήσει Αὐτός. Ἄς Τόν παρακαλοῦμε πολύ νά μᾶς ἀγαπήσει Ἐκεῖνος καί νά μᾶς δώσει τό ζῆλο νά Τόν ἀγαπήσομε κι ἐμεῖς»[5].
Νά ζητᾶμε, δίδασκε, στήν προσευχή ὑπομονή καί ὄχι ἀπαλλαγή ἀπό τίς θλίψεις. «Νά μήν ἐκβιάζομε μέ τίς προσευχές μας τόν Θεό. Νά μήν ζητᾶμε ἀπ' τόν Θεό νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό κάτι, ἀσθένεια κ.λ.π. ἤ νά μᾶς λύσει τά προβλήματά μας, ἀλλά νά ζητᾶμε δύναμη καί ἐνίσχυση ἀπό Ἐκεῖνον, γιά νά τά ὑπομένομε. Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίδει κάτι πού ἐπίμονα ζητᾶμε, ἔχει τό λόγο Του...Μήν κυνηγᾶμε ν' ἀποκτήσομε αὐτό πού θέλομε, ἀλλά νά τ' ἀφήνομε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅσο τό κυνηγᾶμε, τόσο αὐτό ἀπομακρύνεται. Ἄρα, λοιπόν, ὑπομονή καί πίστη καί γαλήνη. Κι ἄν τό ξεχάσομε ἐμεῖς, ὁ Κύριος ποτέ δέν ξεχνάει κι ἄν εἶναι γιά τό καλό μας, θά μᾶς δώσει αὐτό πού πρέπει κι ὅταν πρέπει»[6].
Πρέπει νά προσευχόμαστε, παρατηροῦσε, χωρίς νά περιμένουμε νά μᾶς ἀπαντήσει ὁ Θεός. «Νά εὔχεσαι ἔτσι ἁπλᾶ (ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας), ἁπλᾶ καί ταπεινά, μέ πίστη ἁπλῆ χωρίς νά περιμένης νά σοῦ ἀπαντήση ὁ Θεός. Χωρίς νά δῆς τό χέρι Του ἤ τό πρόσωπό Του ἤ τό φωτισμό Του. Τίποτα! Νά πιστεύης! Ἐφ΄ ὅσον μιλᾶς μέ τό Θεό, μιλᾶς πραγματικά μέ τό Θεό»[7].
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com
Ἀπόσπασμα ἀπό τή μελέτη: Ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Ἁγιορείτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου